30 May 2017

Σκοντάφτοντας στους λίθους της μνήμης

του Θωμά Συμεωνίδη, bookpress.gr, 29/5/2017
Το Μπερλίν, πρώτο βιβλίο της Άντζης Σαλταμπάση (γεννημένη το 1973), είναι μια πολυεπίπεδη νουβέλα, μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μια ώριμη και σύγχρονη συγγραφική κατάθεση που ισορροπεί με μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στη μυθοπλασία και το δοκίμιο.
Με βασικό άξονα της αφήγησης την πόλη του Βερολίνου, γινόμαστε μάρτυρες σειράς επεισοδίων και σκέψεων που συνδέονται τόσο με την ιστορία της πόλης όσο και με τη ζωή (σε αυτή την πόλη) σήμερα. Η αφηγήτρια, Ελληνίδα δημοσιογράφος εγκατεστήμενη μόνιμα στο Βερολίνο με την οικογένειά της, δηλώνει εξαρχής τον ενδοσκοπικό χαρακτήρα της αφήγησης –«Το Βερολίνο είναι η ιδανική πόλη για να καταδυθείς στον εαυτό σου»– καθώς και την προσωπική της σύνθηκη – «Ένιωθα και εγώ το ίδιο εγκλωβισμένη σε μια δύσκολη σχέση με τον εαυτό μου και το Βερολίνο και τη ζωή μου εκεί».
Οι τονικότητες των Ίμρε Κέρτες και Γκέοργκ Ζέμπαλντ να αντηχούν εδώ και εκεί (ενίοτε και του Τόμας Μπέρνχαρντ), ο μακροπερίοδος λόγος και η λειτουργική συναρμογή των διαλόγων στο σώμα του κειμένου, η εναλλαγή ανάμεσα σε εύστοχες περιγραφές του αστικού και περιαστικού τοπίου από τη μία και την παράθεση πραγματολογικών στοιχείων από την άλλη, ενεργοποιούν την αφήγηση, η οποία εξελίσσεται σε τέσσερα διακριτά επίπεδα:
·   Τις συναντήσεις της αφηγήτριας με έναν Γερμανό ψυχίατρο.
·   Τις σκέψεις της γύρω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (με έναυσμα την επίσκεψη στο Ράβενσμπρυκ, γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης Εβραίων κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο) και το εβραϊκό ολοκαύτωμα (Σοά), τις σχετικές συναντήσεις και μαρτυρίες.
·   Το ζήτημα της εβραϊκότητας των παιδιών της.
·   Τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και, κατά προέκταση, το ζήτημα της μετανάστευσης και της ζωής μιας Ελληνίδας στη Γερμανία και το Βερολίνο σήμερα.
Το σώμα του κείμενου διαιρείται στο κυρίως μέρος που τιτλοφορείται «Μπερλίν» και το επιλογικό «Το νησί των Παγωνιών». Στο κυρίως μέρος, η συνοχή εξασφαλίζεται μέσα από τη διαπλοκή και τη διαδοχή γεγονότων και καταστάσεων, η οποία επενδύεται από την προσωπική έρευνα της αφηγήτριας στο διαδίκτυο και από βιβλιογραφικές πηγές που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. Βλέπουμε, για παράδειγμα, σε μία και μόνο σελίδα, την αναζήτηση πληροφοριών για το προάστιο Γκρούνεβαλντ (που λειτουργούσε ως σταθμός μετεπιβίβασης από το Βερολίνο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), την περιγραφή μιας διαδρομής στο Βερολίνο (με αναφορές στο Μόνος στο Βερολίνο του Χανς Φάλαντα και το «Ich bin ein Berliner» του Κένεντι), αλλά και το στοιχείο της έκπληξης: «Και ξαφνικά είδα μία επιγραφή, μία μεγάλη άσπρη επιγραφή», στοιχείο το οποίο επαναλαμβάνεται και σε άλλα σημεία, με αποτέλεσμα να αλλάζει η εστίαση και το ενδιαφέρον της ανάγνωσης να παραμένει αμείωτο.


Το ενδιαφέρον της αφήγησης συντηρείται, επίσης, μέσα από τους τρόπους με τους οποίους παλιοί εβραίοι κάτοικοι του Βερολίνου παρουσιάζονται ως αινίγματα που πρέπει να λυθούν. Και σε αυτό το σημείο το χωρικό στοιχείο είναι έντονο καθώς το πρώτο στίγμα, η ενακτήρια πληροφορία για αυτούς τους ανθρώπους, είναι η διεύθυνσή τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι παλιές πολυκατοικίες και τα διαμερίσματα φασματοποιούνται, προσεγγίζονται μέσα από το πρίσμα της ιστορίας, μέσα από τις ζωές των παλαιότερων ενοίκων και μέσα από τις αφηγήσεις των ιστοριών τους: αυτοί οι ένοικοι του παρελθόντος, γίνονται ένοικοι του παρόντος, συναντιούνται μεταξύ τους. Έτσι, από την ιστορία του Λέοπολντ περνάμε στην αινιγματική ιστορία της κόρης του Ίντιθ (ή Έντιτ), και μετά στην Καρόλα Κον που θα μπορούσε ίσως κάτι να γνωρίζει για την Ίντιθ και μετά σε έναν νέο κύκλο αναζητήσεων με αφετηρία μια διεύθυνση στο Βερολίνο, φωτογραφίες από προσόψεις κτηρίων και αναφορές σε βιβλία, και το πέρασμα σε καινούριες μαρτυρίες, όπως αυτή της Έλεν Φρίντζαμ.
Σε σχέση πάντα με την αφήγηση, αξιοσημειώτη είναι η πολυφωνικότητα (μαρτυρίες ειπωμένες από διαφορετικά πρόσωπα, εναλλαγή με την εσωτερική φωνή της αφηγήτριας, εναλλαγή με πιο αντικειμενικές περιγραφές εξωτερικών χώρων) με πιο εξαιρετική ίσως τη στιγμή που στο πλαίσιο μιας συγκέντρωσης για την ετήσια εκδήλωση μνήμης των πρώτων Εβραίων που έφυγαν με τρένο από τον σταθμό του Γκρούνεβαλντ, οι μαθητές ενός γυμνασίου παρουσιάζουν τη ζωή έντεκα εβραιόπουλων μετά από έρευνα αρχείου, μιλώντας στο β’ ενικό (κάτι το οποίο μεταφέρεται αυτούσιο και στην αφήγηση): «Ισαάκ Ρόζενμπεργκ ήσουν καλός μαθητής, ήθελες να ασχοληθείς με τον αθλητισμό, αλλά η καρδιά σου δεν σου το επέτρεψε, μπήκες στο πανεπιστήμιο και αμέσως μετά βρέθηκες στο...».
Το επιλογικό μέρος («Το νησί των παγωνιών») έρχεται να αποκαταστήσει μια ισορροπία (χωρίς όμως να εντάσσεται και στο ανάλαφρο σχήμα του happy end). Γιατί, αν στο κυρίως μέρος («Μπερλίν») κυριαρχούν το βάρος της πραγματικότητας και της μνήμης που μοιάζουν να προκαλούν ασφυξία στην αφηγήτρια (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως τη μέρα που θα συναντούσε τη φίλη της Γκαμπριέλε μετά την καθιερωμένη καλοκαιρινή συνέντευξη της Μέρκελ: «αλλά η πόλη ήταν τόσο όμορφη κι εγώ ήμουν χαρούμενη, ναι, θυμάμαι πολύ καλά πόσο χαρούμενη ήμουν, σχεδόν πετούσα και κατέβαζα χίλιες ιδέες για άρθρα και ρεπορτάζ και δουλειές και ήμουν απρόσμενα αισιόδοξη»), στο επιλογικό, η αμφιθυμία έχει θετική χροιά, καθώς δεσπόζουν η φιλία, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η γαλήνη που αποπνέουν το τοπίο και η φύση σε συνδυασμό με την επίγνωση ότι ο αστερισμός όλων αυτών, δεν μπορεί να έχει μία μόνιμη θέση στην καθημερινότητα: «θα κρατώ την ανάμνηση αυτή στα χέρια μου προσεκτικά σαν να ήταν ένα κύπελλο ξέχειλο από φρέσκο γάλα».
Γενικότερα, αυτό που θα ξεχωρίζα ως τη μεγαλύτερη αρετή του Μπερλίν είναι το γεγονός ότι αναμετράται επιτυχώς με θεματικές οι οποίες αφενός έχουν ένα πολύ μεγάλο βάρος, αφετέρου έχουν αποτελέσει ήδη αντικείμενο πραγμάτευσης με τρόπους που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και εξαντλητικοί από κάποιες απόψεις. Συγκεκριμένα, το Μπερλίν αναμετράται με την πόλη του Βερολίνου, το εβραϊκό ολοκαύτωμα, την εμπειρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τα κρίσιμα και ζωτικά ερωτήματα της μνήμης, της μαρτυρίας, της εκπαίδευσης καθώς και της διαμεσολάβησης αυτών των ερωτημάτων από την αρχιτεκτονική, το μουσείο, την τέχνη, τον πολιτισμό γενικότερα. Και πράγματι, δίπλα στους Κέρτες και Ζέμπαλντ (και τους Πάουλ Βεράχεν, Ντάνιελ Μέντελσον και Ανέτ Βιβιορκά στους οποίους παραπέμπει η ίδια η συγγραφέας) θα συναντήσει επίσης κάποιος τον Κενζαμπούρο Όε, τη Χέρτα Μύλερ, αλλά και τους πιο κλασικούς, όπως Πρίμο Λέβι, Πάουλ Τσέλαν, Ζαν Αμερί, Ρομπέρ Αντέλμ, Άαρον Άπεφελντ, συγγραφείς δηλαδή που έχουν στο επίκεντρο της πραγμάτευσής τους, ένα ή περισσότερα από τα θέματα που αναφέρω πιο πάνω.
Με αφορμή το Μπερλίν, τέλος, αξίζει να επισημανθούν και τρία στοιχεία τα οποία σχετίζονται με την πραγμάτευση της Σοά. Σε ένα πρώτο επίπεδο, θεωρώ ότι η Άντζη Σαλταμπάση καταφέρνει να υποδείξει έναν βασικό κίνδυνο που ενυπάρχει στον πληθωρισμό αφηγήσεων, μαρτυριών, έργων τέχνης, πολιτικών και δράσεων που αποσκοπούν στη διατήρηση της μνήμης καταστροφικών γεγονότων. Και αυτός ο κίνδυνος, συνίσταται, από τη μία, στη μονοτονία και στην ουδετεροποίηση που τελικά μπορεί να προκαλέσει η συνεχής ενασχολήση με ένα τέτοιο ζήτημα (ας θυμηθούμε εδώ τον Πωλ Ρικέρ και τις επισημάνσεις του για τους κινδύνους που μπορούν να προέλθουν όχι μόνο από το πλεόνασμα λήθης, αλλά και από το πλεόνασμα μνήμης), και από την άλλη, στην παραπλανητική εξατομίκευση του κινδύνου και άρα στη δημιουργία ενός προβληματικού πλασίου πρόληψης και αποτροπής (ας θυμηθούμε εδώ τους Τέοντορ Αντόρνο, Εμανουέλ Λεβινάς, Κλωντ Λεφόρντ, Χάνα Άρεντ και τις συνεισφορές τους στην προσέγγιση της ολοκληρωτικής συμπεριφοράς και σκέψης). Αυτό το τελευταίο, αναδεικνύεται εύγλωττα στην εκμυστήρευση ενός Γερμανού προς την αφηγήτρια και αφού είχε προηγηθεί ένα περιστατικό το οποίο είχε προκαλέσει μεγάλη αμηχανία: «Δεν θυμάμαι να έχω μάθει ποτέ τίποτα για άλλα δόγματα ή για άλλες θρησκείες στο σχολείο, είπε, τα μόνα πράγματα που μας μαθαίναν ήταν για τους Εβραίους, οι Εβραίοι οι Εβραίοι οι Εβραίοι, οι Εβραίοι και η καταδίωξή τους, σε όλα τα μαθήματα, στα θρησκευτικά, στα Αγγλικά, στη Γλώσσα, στα Γαλλικά, οι Εβραίοι και το πώς τους σκοτώσαμε, οι Εβραίοι, τα πάντα για τους Εβραίους και τι τους κάναμε».  
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θεωρώ σημαντική συνεισφορά το γεγονός ότι το ίδιο το Μπερλίν υποδεικνύει ένα τρόπο προσέγγισης του ολοκαυτώματος, αναιρώντας, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, θεωρητικές απόψεις που επιμένουν στο μη αναπαραστήσιμο της Σοά: «Κοιτούσα με τρυφερότητα τις φωτογραφίες των γονιών της και του αδελφού της στη σελίδα του Γιαντ Βασέμ, διάβαζα αποσπάσματα από το βιβλίο της και ένιωθα ότι τους ξέρω, δεν ήταν πια τρία άγνωστα ονόματα σε έναν ατελείωτο κατάλογο νεκρών, δεν ήταν τρεις ασπρόμαυρες φωτογραφίες με ονοματεπώνυμο, ήταν αληθινοί άνθρωποι, γιατί ήξερα κάποια στοιχεία για τις ζωές τους και εν τέλει αυτός είναι καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς το Ολοκαύτωμα, ναι, ο καλύτερος τρόπος είναι να γνωρίσεις τα θύματα και τους επιζώντες, να περπατήσεις εκεί που είχαν περπατήσει, να περάσεις έξω από το σπίτι τους, να μάθεις ασήμαντες λεπτομέρειες για τις ζωές τους και ύστερα μπορείς να σκέφτεσαι τον κύριο Κον να...»
Με αυτόν τον τρόπο, που προκρίνει η Σαλταμπάση, μπορεί να αρθεί σε μεγάλο βαθμό η ανωνυμία και άρα η κοινοτοπία. Αλλά αυτός ο τρόπος, επίσης, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπαραστατική δυνατότητα και άρα εν δυνάμει ως αναπαραστικό ισοδύναμο της καταστροφής. Ας θυμηθούμε εδώ τη σχετική εργασία καλλιτεχνών όπως ο Κριστιάν Μπολτανσκί ή ο Αλφρέντο Χάαρ που προσεγγίζουν τη φρίκη του εβραϊκού ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας στη Ρουάντα, αντίστοιχα, μέσα από την εστίαση στο μεμονωμένο θύμα, στη μοναδικότητά του. Και βέβαια, μπορούμε να ανατρέξουμε στις σχετικές θεωρητικές συνεισφορές των Ζωρζ-Ντιντί Υμπερμάν και Ζακ Ρανσιέρ, οι οποίοι επικρίνουν το πλεόνασμα ηθικής απαίτησης που υπάρχει σε πολλές προσεγγίσεις της Σοά, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την (υπερβολική) θέση περί μη αναπαραστήσιμου. «Ο γιος του Σαούλ» του Λάσλο Νέμες είναι μια ταινία στην οποία ο Ντιντί Υμπερμάν βλέπει, για παράδειγμα, να επαληθεύονται οι θέσεις του περί της δυνατότητας αναπαράστασης της Σοά.
Το τρίτο, και τελευταίο, στοιχείο που θα ήθελα να επισημάνω, εκπορεύεται από την αναφορά που κάνει η Σαλταμπάση στον Πάουλ Βεράχεν και το μνημειώδες Omega Minor: «το λάθος να αντιμετωπίζουμε το κακό σαν κάτι "ακατανόητο", σαν μία "ιστορική ανωμαλία"». Με αφορμή λοιπόν αυτή την αναφορά στον Βεράχεν και γενικότερα, με αφορμή την ανάγνωση του Μπερλίν, θέλω να καταθέσω μια πιο προσωπική άποψη: είναι πράγματι λάθος να μετατίθεται το κακό σε μια σφαίρα που δεν μπορεί να την αγγίξει ο άνθρωπος, σε μια σφαίρα που δεν μπορεί να την ελέγξει. Ανάμεσα σε αυτές τις θεωρήσεις και τις αντιδιαμετρικές τους, στις οποίες λανθάνει ή υπάρχει έκδηλα το ουτοπικό και, σε κάποιες άλλες εκδοχές, το μεσσιανικό στοιχείο, υπάρχει ένας δρόμος ο οποίος είναι πιο μετριοπαθής, και ωστόσο πολύ πιο δύσκολος. Σε αυτόν τον δρόμο δεν υπάρχει η μετάθεση της ευθύνης, το ακατανόητο, αλλά ούτε η μηδενιστική αμφισβήτηση μιας σειράς κεκτημένων και δυνατοτήτων που έχει να επιδείξει ο δυτικός πολιτισμός. Σε αυτόν τον δρόμο υπάρχει το αίτημα της καθημερινής προσπάθειας, της καθημερινής επιβίωσης, της επιδίωξης μιας καλύτερης ζωής (μας τα παρουσιάζει όλα αυτά το Μπερλίν) μέσα από τον αναστοχασμό του παρελθόντος και της διαρκούς υπενθύμισης ότι αυτοί οι ανθρώποι που υπήρξαν θύματα καταστροφών όπως η Σοά, πρέπει να βρουν τη θέση τους μέσα μας και ανάμεσά μας, αλλά την ίδια στιγμή, τη διαρκή και επιτακτική υπενθύμιση ότι και αυτοί οι άνθρωποι που υπήρξαν θύτες, συνεχίζουν να βρίσκονται εν δυνάμει ανάμεσά μας, και ας είμαστε ειλικρινείς, εν δυνάμει μέσα μας.