26 May 2016

Μια συνωμοσία για δείπνο με πάπια

Όλοι ξέρουμε ότι στα χρόνια των σπουδών στο εξωτερικό υπήρχε ένα πρόβλημα με το φαγητό· έλειπαν τα χρήματα, το φαγητό στη Mensa συχνά δεν τρωγόταν, δεν ξέραμε και να μαγειρέψουμε… Περί το 1963 διαγνωστήκαμε 2-3 άτομα που μέναμε σε μια φοιτητική εστία με σκορβούτο — ο γιατρός νόμιζε ότι είμαστε, στην καρδιά της Ευρώπης, ναυτικοί της υπερπόντιας ναυτιλίας.
Αλλά ήταν αυτονόητο ότι θα καταλήξουμε εκεί, αφού σχεδόν κάθε μέρα τρώγαμε λουκάνικο με τηγανιτές πατάτες από το γωνιακό μαγαζί, άντε και καμιά πίτσα ενδιάμεσα, τι άλλο θα συνέβαινε; Εκείνες τις πρασινάδες που έβαζε η μητέρα μας στο τραπέζι, ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί χρειάζονταν και στη Mensa ποτέ δεν τις τρώγαμε. Ευτυχώς κάποτε πιάσαμε μόνιμη φιλενάδα που ήξερε τη μαγειρική τέχνη και μάθαμε έτσι τα βασικά της σωστής διατροφής!

Ιδιαίτερα τις μέρες που τέλειωνε ο μήνας και πριν καταφθάσει το καινούργιο έμβασμα των γονέων από την Ελλάδα, όσοι δεν ήταν οικονόμοι και προνοητικοί, δηλαδή οι περισσότεροι, έπρεπε να επινοήσουν διάφορες λύσεις επιβίωσης. Έτσι  κάποτε οι ιστορικές κοινοβιακές μακαρονάδες, ο ομαδικός πατσάς, καθότι οι σκεμπέδες στα Σουπερμάρκετ προσφέρονταν σε εξευτελιστική τιμή ως σκυλοτροφές, οι πατάτες μπλουμ, ακόμη και το κυνήγι, με ανορθόδοξο τρόπο, μικρών ζώων (λαγοί, φασιανοί κ.λπ. στα περιαστικά δάση) και πολλά άλλα συζητιόνταν ως ενέργειες για εξεύρεση τροφής. 
Μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά του 1970 σκέφτηκαν λοιπόν τρεις ταλαίπωροι και πεινασμένοι συμφοιτητές να πιάσουν μια πάπια στο Herrngarten (κεντρικό πάρκο της πόλης δίπλα στο πολυτεχνείο) και να την μαγειρέψουν, είχαν βρει και σχετική συνταγή σε βιβλίο μαγειρικής. Πάνε βράδυ στον κήπο ο Κώστας, ο Βασίλης και ο Γιάννης. Δεν είχε κόσμο τέτοια ώρα και ευτυχώς δεν έβρεχε, ήταν όμως σκοτεινά, υπήρχαν μόνο λιγοστά φώτα σε κάποια σημεία.
Ποιος θα μπει μέσα στη λίμνη; Τέθηκε το καίριο ερώτημα, οπότε καταστρώθηκε σχέδιο, οι δύο να μπουν και να αρπάξουν μία πάπια που θα την στρίμωχναν κάπου, ενώ ο τρίτος να μείνει έξω και να κρατάει τσίλιες, προσέχοντας και τα ρούχα (φυλαρούχας!) που θα έβγαζαν οι λαθροθήρες. Βάζουν κλήρο χωρίς λαμογιές και βγαίνει να φυλάει τα ρούχα ο Κώστας, ενώ οι άλλοι δύο, μόνο με το σώβρακο επάνω τους, θα έμπαιναν μέσα. Όλα τα άλλα έξω στο χορτάρι, παπούτσια, κάλτσες, παντελόνι, φανέλα κ.λπ.

(click)
Γδύνονται οι δύο, ελέγχοντας δεξιά κι αριστερά, ο φυλαρούχας Κώστας είχε το ύφος καθοδηγητή καθώς έδινε οδηγίες αφ' υψηλού, αφού δεν θα χρειαζόταν να βραχεί ο ίδιος. Τελικά, ξεκινάει η έφοδος στη σχεδόν σκοτεινή λίμνη, στης οποίας την κεντρική νησίδα διανυκτέρευαν –σίγουρα– οι πάπιες. Η λιμνούλα περικλειόταν από πρανή (πλαγιαστά τοιχώματα), για να μπορούν τα πουλερικά να ανεβοκατεβαίνουν με άνεση.
Πάνε ο Γιάννης και ο Βασίλης να κατέβουν στο νερό, έχοντας καταστρώσει επιτελικό σχέδιο για παγίδευση μίας πάπιας και, πατώντας αμφότεροι στα πρανή της λίμνης, γλιστράνε και πέφτουν στο νερό, αφού δεν είχαν αντιληφθεί ότι υπήρχε μια γλίτσα στον πυθμένα. Πάλι καλά που δεν έσπασαν κανένα κόκαλο, βρέθηκαν όμως καθιστοί στο αμφιβόλου καθαρότητας νερό μέχρι το στήθος. Τι κάνουν τώρα; Να βγουν ή να συνεχίσουν;
Ο φυλαρούχας απ' έξω ήταν ανένδοτος, έπρεπε να βρουν οπωσδήποτε πάπια, αφού η ζημιά έγινε που έγινε και δεν ξεγινόταν πλέον. Άμα είσαι στεγνός στη στεριά, δίνεις εύκολα οδηγίες σε ναυαγούς που κολυμπάνε για τη ζωής τους – εδώ για το φαγητό τους…
Σηκώνονται οι δύο, κάνοντας την ανάγκη της πείνας φιλοτιμία, με μαλλούρες και γένια εκείνης της εποχής να στάζουν, τα σώβρακα κολλημένα επάνω τους και πασαλειμμένα με το πουρί του νερού της λίμνης, μια κατάσταση για ταινία χοντρού-λιγνού. Και ο φυλαρούχας απ' έξω άνετος να δίνει οδηγίες, τι να κάνουν και πώς να συνεχίσουν!
Συνέχισαν λοιπόν οι δύο να περπατάνε πολύ προσεκτικά στον επίπεδο πυθμένα, βήμα-βήμα προς την κεντρική νησίδα. Μέσα στη λίμνη υπήρχαν άδεια μπουκάλια μπύρας που πέταγαν κατά καιρούς στο νερό παρέες νυχτόβιων, οπότε κάθε στραβοπάτημα στο σκοτάδι μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Κάθε τόσο κι άλλη γλίστρα, άντε πάλι να βγεις από το νερό, να τρέχουν τα ζουμιά...

Φτάνοντας στη νησίδα, πήγαν κυκλωτικά, έκαναν και λίγη φασαρία με παλαμάκια και φωνές, πουθενά οι πάπιες. Βρε πα-πα-πα, τίποτα! Είτε αυτές κοιμόντουσαν βαριά, είτε είχαν αποσυρθεί σε κάποιο σπιτάκι σε άλλο μέρος του κήπου· εκεί πάντως, ούτε κιχ ή έστω πα-πα δεν ακουγόταν. Τι κάνουμε τώρα;

Αναγκάστηκαν να βγουν αργά αργά από τη λίμνη, να γλιτώσουν νέες γλίστρες και να δουν πώς θα αλλάξει το σχέδιο. Έξω πλέον, ξάπλωσαν στο γρασίδι, ευτυχώς ήταν καλός καιρός και συζητούσαν για κάποια βελτίωση του σχεδίου, με προτάσεις και αντιπροτάσεις, ιδέες και σχέδια.
Πάνω σ' αυτή την αμηχανία, βλέπει ο Κώστας από τη σκοπιά του δύο φωτάκια αυτοκινήτου να μπαίνουν αργά στα νότια του κήπου, από την πλευρά του παλιού θεάτρου και να προσεγγίζουν τη λίμνη. Εννοείται, δεν επιτρεπόταν κυκλοφορία αμαξιών στο πάρκο, οπότε θα ήταν σίγουρα η Αστυνομία. Είτε κάποιοι την ειδοποίησαν για τους λαθροκυνηγούς, οπότε έφτασε το περιπολικό, είτε υπήρχε προγραμματισμένο δρομολόγιο για να ελέγχουν μήπως καμιά παρέα μπυρόβιων έκανε φασαρίες.
Λέει ο Κώστας, «Ρε σεις, έρχεται η Αστυνομία!», αρπάζει ρούχα παπούτσια και ό,τι άλλο χωρούσε στην αγκαλιά του και αρχίζει να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση από το σημείο εισόδου του περιπολικού, βόρεια προς την Elisabethenkirche. Σηκώνονται και οι άλλοι δύο από το γρασίδι και αρχίζουν να τρέχουν από πίσω του… Τρέχοντας συνεννοήθηκαν να μην μιλήσει κανείς για το όραμα και απώτερο στόχο του δείπνου με δημοτική πάπια και μόνο ότι ήθελαν να κάνουν μπάνιο, ότι είναι γυμνιστές, τρελοί κ.λπ.
Φαίνεται, οι αστυνομικοί είχαν έρθει προληπτικά, για να εκφοβίσουν τυχόν μπαχαλάκηδες και δεν είχαν ιδέα ότι έπεσαν πάνω στην εξέλιξη διαβολικής συνωμοσίας για την αρπαγή δημοτικής πάπιας. Μετά από 1-2 κύκλους μακριά από τη λίμνη γύρισε το περιπολικό στο σημείο εισόδου και εξαφανίστηκε. Οι δύο υποψήφιοι λαθροκυνηγοί συνέχισαν όμως να τρέχουν και στους δρόμους έξω από το πάρκο, ξυπόλυτοι και γυμνοί, μόνο με το βρεγμένο σώβρακο επάνω τους, με κατεύθυνση προς την Mollerstr. Εκεί έμεναν αρκετοί Έλληνες συμφοιτητές, οπότε θα είχαν οι παρ' ολίγον λαθροθήρες τη δυνατότητα να κρυφτούν.

Ο φυλαρούχας με τα ρούχα στην αγκαλιά καθυστέρησε το βήμα του και βγήκε αμέριμνος από το πάρκο. Αν τον ρώταγαν κάποιοι πού πηγαίνει με τα ρούχα τέτοια ώρα, θα έλεγε ότι μετακομίζει και, ως πτωχός φοιτητής, δεν δύναται να πληρώσει μεταφορικό μέσο… Με τα πόδια λοιπόν η μετακόμιση κύριε αστυφύλαξ…