16 May 2015

Καιρός να φεύγουν!

Για να φτάσω να αναρτώ Καραμπελιά σημαίνει ότι η κατάσταση είναι απελπιστική!

του Γιώργου Καραμπελιά, Περιοδικό Άρδην, 15/5/2015

Τα ψέματα τελείωσαν. Η κυβέρνηση (!) Τσίπρα κατά τον ίδιο τρόπο που, με μία ζαριά ή ένα μεγάλο κόλπο της πόκας –στο οποίο ειδικεύονται ο πρωθυπουργός και ο «μέντοράς» του–, κατόρθωσε να ανέβει στην εξουσία, αντιμετωπίζει τώρα τις συνέπειες της μιας και μοναδικής ζαριάς ή του μεγάλου κόλπου όπου έπαιξε «τα ρέστα του». Έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τράβηξε ένα μεγάλο λαχείο από το 2012 και μετά. Τα δύο συστημικά κόμματα ενεπλάκησαν στις καταστροφικές συνέπειες των μνημονίων και η κοινωνία και τα κοινωνικά κινήματα, που συμβατικά αποκαλούμε «Αγανακτισμένους», απέτυχαν, όπως εξάλλου ήταν αναμενόμενο, να προσφέρουν μια οποιαδήποτε εναλλακτική λύση. Σε αυτά τα πλαίσια, ένα συνονθύλευμα εθνομηδενιστών, τροτσκιστών, σταλινικών και άλλων ομάδων, επειδή αποτελούσαν τη μοναδική υπαρκτή οργανωμένη δύναμη, που επί πλέον είχε και μεγάλη πρόσβαση και αναγνωσιμότητα στους μηχανισμούς της εξουσίας (ΜΜΕ, Πανεπιστήμια, ποικίλες «δεξαμενές σκέψης» του συστήματος), κατόρθωσε να αναδειχθεί στην κεντρική εναλλακτική πρόταση απέναντι στο καταρρέον πολιτικό σύστημα ως η τελευταία και άφθαρτη εκδοχή του.


Αντί όμως να διαχειριστεί αυτό το «λαχείο» με σύνεση και προοπτική διάρκειας, θαμπωμένο από την ίδια του την επιτυχία και εξ αιτίας της βαθύτερης ανικανότητάς του, δρομολόγησε μία λογική ταχύτατης ανόδου στην εξουσία, που αποτελούσε και το μοναδικό συγκολλητικό στοιχείο των διαφορετικών ετερόκλητων ομάδων και προσώπων που το συγκροτούσε· αυτό που ενοποιούσε τον Λαφαζάνη, τον Νταβανέλο, τον Ρινάλντι, τον Βούτση και τον Παπαδημούλη ήταν η προοπτική της άμεσης ανόδου στην εξουσία. 

Θυμάμαι πολύ καθαρά, όταν εμείς κριτικάραμε τη λογική της «ανάθεσης», που οδηγούσε σε υποχώρηση των λαϊκών κινητοποιήσεων, το 2012, και στην εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ ως πιθανής κυβερνητικής επιλογής, ο φίλος Ρούντι (Ρινάλντι) υποστήριζε, αντίθετα, πως δεν είναι κακή επιλογή η λογική της ανάθεσης διότι δείχνει τη θέληση του κόσμου για κυβερνητική αλλαγή· και ότι, επομένως, το πρόβλημα μετατίθονταν στην ίδια την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και στον Τσίπρα, που θα έπρεπε να επιταχύνουν τα βήματα για την άνοδό τους στην εξουσία, που, σύμφωνα με τον Ρινάλντι, αποτελούσε λαϊκό αίτημα. 

Εξάλλου, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εγκατέλειψε και τις προηγούμενες θέσεις του για έξοδο από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και συντάχθηκε, ψυχή τε και σώματι, με τον Τσίπρα, παίζοντας τον ρόλο του αριστερού ψάλτη των προεδρικών. Αλλά και από την πλευρά του αριστερού ρεύματος, του οπαδού της ρήξης με το ευρώ, Λαφαζάνη, επιλέχθηκε μια ανάλογη λογική επιτάχυνσης, εγκαταλείποντας μάλιστα τις πατριωτικές θέσεις του Λαφαζάνη στον βωμό της συμπόρευσης με τους ακραίους εθνομηδενιστές, τροτσκιστές του Αντώνη Νταβανέλου. Η λογική τους ήταν ότι τα αδιέξοδα μιας διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούσε, εκ των πραγμάτων και εκ του εκβιασμού, στην επιλογή της δραχμής. Επιλογή εξίσου ανέντιμη. Διότι γνώριζαν πως η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, αλλά και του ίδιου του κόμματος, δεν επέλεγαν τον ΣΥΡΙΖΑ για να τους βγάλει από το ευρώ, αλλά, μέσω των αδιεξόδων της διαπραγμάτευσης, θα μπορούσαν να ωθήσουν την κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση.

Όσο για τον Τσίπρα και τους περί αυτόν, είχαν κάνει τα κουμάντα τους. Βλέποντας ότι, για να πάρουν και να κρατήσουν την εξουσία, θα έπρεπε να στηριχθούν σε άλλες δυνάμεις εκτός του ραχιτικού και αναξιόπιστου ΣΥΡΙΖΑ, είχαν επιλέξει, ήδη από το 2012, τη στρατηγική επιλογή της προσέγγισης με το παλιό ΠΑΣΟΚ, ιδιαιτέρως με τα ορφανά του Γιωργάκη, από την Κατσέλη ως τον Βαρουφάκη και πολλούς άλλους, και την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και συμμαχίας με τους Αμερικανούς και το αμερικανικοεβραϊκό λόμπι. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει τη σύνθεση της κυβέρνησης και των ανώτερων κυβερνητικών υπευθύνων για να βγάλει αβίαστα τα συμπεράσματά του.

Όλοι αυτοί μαζί, λοιπόν, μεταχειριζόμενοι όλα τα μέσα, από τις αντιμνημονιακές κορώνες και το σκίσιμο των μνημονίων, που επαναλάμβανε ανενδοίαστα ο θρασύτατος νεαρός και η ακολουθία του, μέχρι τις πιο βρωμερές μηχανορραφίες τύπου Κουβέλη, Χαϊκάλη, Αβραμο-Παυλόπουλου και επαφών με τον Βούδα της Ραφήνας, τα κατάφεραν. Κατάφεραν να εξαπατήσουν έναν λαό απηυδισμένο από πέντε χρόνια μνημονιακής λιτότητας και καταστροφής, τριάντα χρόνια εθνομηδενιστικού παραληρήματος όλων των ελίτ και το ψέκασμα των ΜΜΕ και του διαδικτύου. Τους έπεισαν πως αυτοί θα μπορέσουν επιτέλους, με μία μαγική κίνηση, να αποτινάξουν τον ζουρλομανδύα των μνημονίων και όλα αυτά χωρίς πρόγραμμα ανασυγκρότησης και ανάταξης της χώρας, χωρίς πραγματική λαϊκή κινητοποίηση και υποστήριξη, μόνον και μόνον με ένα μαγικό χαρτάκι στην κάλπη.

Από τον Οκτώβριο μήνα του 2014, προειδοποιούμε αδιάκοπα –τόσο που φτάσαμε να γίνουμε αντιπαθητικοί– πως η επιλογή της ανόδου στην εξουσία μέσω εκβιασμών, συνδεδεμένων με την προεδρική εκλογή, θα ήταν εξόχως καταστροφική. Θα καλούνταν μια τέτοια κυβέρνηση να διαχειριστεί αυτή το μνημόνιο και δεν θα είχε παρά δύο επιλογές: είτε την έξοδο είτε την ταπεινωτική υποχώρηση. Στον βαθμό μάλιστα που θα προκαλούσε ολόκληρο το σύστημα της ευρωκρατίας, χωρίς καθόλου συμμάχους, μια και οι εκλογές στην Ισπανία θα πραγματοποιηθούν τον Νοέμβρη 2015 και η ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι θα άρχιζε να εφαρμόζεται μετά τον Ιούνιο. Έτσι μετέβαλαν την Ελλάδα με τις επιλογές τους στο σάκο του μποξ της Μέρκελ, του Σόιμπλε, του Ντάισελμπλουμ και της φασιστικής δεξιάς των βαλτικών χωρών, που βρήκαν την ευκαιρία να θάψουν οριστικά κάθε προοπτική οποιαδήποτε διαφορετικής κατεύθυνσης στην Ευρώπη και την ευρωζώνη.

Έτσι, η κυβέρνηση των επικοινωνιολόγων, Τσίπρα, Παππά και κομπανία, αποδύθηκε επί τέσσερις μήνες σε ένα σλάλομ εμφανίσεων, που κυμαίνονταν από τις κωλοτούμπες στη Μέρκελ μέχρι τους ανέξοδους ηρωισμούς στη Βουλή και στο κόμμα, παίζοντας και στα δύο ταμπλό, μνημονιακοί στο εξωτερικό, ψευδοαντιμνημονιακοί στο εσωτερικό, Και ως συνήθως, οι επιδιδόμενοι σ’ αυτό το άθλημα κατορθώνουν να δυσαρεστήσουν και τους δύο. Οι μεν τους κατηγορούν για συμβιβασμό, σχεδόν η πλειοψηφία του κόμματός τους, και οι δε, Ντάισελμπλουμ, Λαγκάρντ και κομπανία για αφωνία. Στο μεταξύ, η οικονομία της χώρας βουλιάζει όσο ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη ιστορία, οι τράπεζες έχουν χάσει 35 δισ., το κράτος έχει πάψει να πληρώνει τους προμηθευτές του –και είχε το θράσος, ανενδοίαστα, ο κνίτης Βίτσας να τους κατηγορήσει προχθές ως «κρατικοδίαιτους» επειδή ζητούν τα χρήματα που τους χρωστάει το δημόσιο στραγγαλίζοντάς τους (!)–, η ανεργία μεγαλώνει και πάλι, και η χώρα βαδίζει στο άγνωστο χωρίς καμιά ελπίδα. 

Ο ανίκανος νεανίσκος, από καθυστέρηση σε καθυστέρηση, οδηγεί τα πράγματα στα άκρα, μια και οι δανειστές, και ιδιαίτερα ο σκληρός πυρήνας τους, θέτουν όλο και νέα αιτήματα παίρνοντας το ρίσκο ακόμα και να οδηγήσουν τη χώρα εκτός ευρώ. Αυτός, παγιδευμένος στον ευρωλιγουρισμό του, βαυκαλίζεται ότι μπορεί να τους εκβιάσει με τη γεωστρατηγική σημασία της χώρας, την οποία επίσης κοντεύει να κάνει σμπαράλια, φέρνοντας σε αντιπαλότητα τα δύο υποτιθέμενα βασικά του στηρίγματα, τους Αμερικανούς και τη Ρωσία.

Όσο για το κυβερνητικό έργο, αυτό περιορίζεται σε νομοσχέδια για τις φυλακές, για την ιθαγένεια, για το τζαμί, για την κατεδάφιση της εκπαίδευσης, και στις παράτες της ναπολεόντειας Ζωής στο κοινοβούλιο. Με αυτά και με κείνα, βρίσκεται σ’ ένα καθολικό αδιέξοδο το οποίο διεφάνη με μεγαλοπρεπή τρόπο στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, στις 14 Μαΐου, όπου η Ζωή, ο Ρινάλντι και άλλοι πολλοί επιτέθηκαν μετωπικά στην πολιτική της κυβέρνησης, υποχρέωσαν τον παρόντα Δραγασάκη να εγκαταλείψει την γραμματεία άρον-άρον και κήρυξαν αντάρτικο του κόμματος εναντίον της κυβέρνησης, δηλαδή της ομάδας Τσίπρα. Επομένως, μέσα από την αδυναμία να κάνουν οποιαδήποτε επιλογή, τέσσερις μήνες μετά την άνοδο της κυβέρνησής τους, μας οδηγούν στο απόλυτο αδιέξοδο και, πλέον, επειδή δεν μπορούν ούτε να υπογράψουν μία λύση, που θα γίνεται όλο και πιο δρακόντεια σε βάρος της Ελλάδας, ούτε να επιλέξουν κάποια φανταστική ρήξη, που οδηγεί απλώς σε μεγαλύτερη καταστροφή της χώρας, παρατηρούν τις μέρες και τις προθεσμίες να περνούν, φτάνοντας πλέον στο μηδενισμό του κοντέρ.

Τι μπορούν και τι πρέπει να κάνουν; Να τα μαζεύουν και να του δίνουν το ταχύτερο δυνατό, είτε μέσω εκλογών, είτε μέσω μίας ρήξης καθολικής στο εσωτερικό του κόμματός τους, προσφεύγοντας στην κοινωνία, τόσο με αναγκαία διαγγέλματα προς τον λαό, έξω από τα κομματικά δίκρανα, και προτείνοντας μια νέα κυβερνητική σύνθεση που θα συμπεριλάβει και καταξιωμένες άφθαρτες, κατά το δυνατόν, προοδευτικές προσωπικότητες. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή, συνέχειας της παρούσας τακτικής, οδηγεί σε καταστροφή, σε συγκυβέρνηση με το ξεροπόταμο γερμανικό Ποτάμι ή ακόμα και στην άφευκτη επιστροφή του Σαμαρά, που θα εμφανιστεί ως το μη χείρον βέλτιστο.

Παίξατε, χάσατε, αδειάστε μας τη γωνιά, παίρνοντας τις αναγκαίες πρωτοβουλίες γι’ αυτό, με το μικρότερο δυνατό κόστος για τη χώρα – αλλά και για σας εν τέλει.
Υ.Γ. Δεν μπορώ παρά να σχολιάσω δύο άρθρα ηγετικών στελεχών της «Αριστερής αντιπολίτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ, του Ρούντι Ρινάλντι, μέλους της Π.Γ., και του Αντώνη Νταβανέλου.
Λέει ο Ρινάλντι, σε σημερινό του άρθρο για τον ΣΥΡΙΖΑ: «Από το 2012, και πιο ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές, σιγά-σιγά το αιτούμενο έπαψε να είναι η σωτηρία της χώρας μέσα από τη ρήξη με το πολιτικό σύστημα [...], και επελέγη ο ‘έντιμος συμβιβασμός’ με τους ‘εταίρους’. [...] Παράλληλα, όμως, ανοίγει ο δρόμος της κεντροαριστεροποίησης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προχωρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις, διαχείριση και ‘φτιασίδωμα του υπάρχοντος’, με γενναία μάλιστα ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο». Γιατί λοιπόν ο φίλος ο Ρούντι συνέχιζε, μέχρι και τις εκλογές, να στηρίζει μια επιλογή που «δεν «νοιάζεται (για τον λαϊκό παράγοντα» αλλά τον θέλει απλά «ως ψηφοφόρο και τον παθητικοποιεί μέσω της ανάθεσης»; (!). Αυτής της ανάθεσης που ο ίδιος ευλογούσε πριν μερικούς μήνες; Τώρα, λοιπόν, που το καράβι βουλιάζει, αποστασιοποιείται μεν χωρίς να αναγνωρίζει την ανάγκη να παραμερίσουν, αλλά υποστηρίζει μια ακαθόριστη και νεφελώδη ρήξη, που οδηγεί σε αδιέξοδο και καταστροφή, δεδομένου ότι κυριάρχησε η πολιτική της «ανάθεσης». Από τη μακρά πορεία του στον μαοϊκό χώρο, θα έπρεπε να είχε μάθει τουλάχιστον τη σημασία της αυτοκριτικής, διότι διαφορετικά βυθίζεσαι ακόμα πιο βαθιά στο αδιέξοδο.
Απέναντι σε αυτή τη λογική του Πόντιου Πιλάτου, προτιμώ την πιο έντιμη στάση του Αντώνη Νταβανέλου, με τον οποίο μας χωρίζει ιδεολογικό χάος, παρότι φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι στη δεκαετία του 1970, και ενώ υποτίθεται ότι βρισκόμαστε ιδεολογικά πιο κοντά με τον Ρινάλντι.
Έγραφε λοιπόν στις 13 Μαΐου:
«Υπήρξαμε πολλοί που δεν συμμεριζόμασταν την ‘ευκολία’ της προεκλογικής αφήγησης, που διευκόλυνε μεν τον δρόμο προς την κάλπη, αλλά μας έθετε μπροστά σε ένα κρίσιμο ερώτημα: είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιλιτότητας μέσα στο πλαίσιο ανοχής της ευρωζώνης και διά της διαπραγματευτικής μεθόδου με τους ‘θεσμούς’ της; Σήμερα γνωρίζουμε την απάντηση: Όχι. [...] Είναι φανερό, για όποιον εξακολουθεί να θέλει να βλέπει, ότι έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα καθοδικό σπιράλ [...]. Είναι επίσης σαφές πού οδηγεί αυτή η κατηφόρα. Στο να μας υποχρεώσουν να υπογράψουμε εμείς το Μνημόνιο 3, [...] Οι πολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας στρατηγικής υποχώρησης θα είναι άμεσες.[...] Οι δανειστές [...] θα απαιτήσουν να καταβληθεί και το πολιτικό κόστος της περιπέτειας μετά τις 25 Γενάρη, εκβιάζοντας για ‘διεύρυνση’ της κυβέρνησης Τσίπρα και, σταδιακά, για μετεξέλιξή της σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή αλλιώς για ανατροπή της.»
Νομίζω ότι η ανάλυσή του είναι εύστοχη και καταλήγει πως η μόνη διέξοδος από τη δική του πλευρά για να διασωθεί κάτι από τον ΣΥΡΙΖΑ «θα πρέπει να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της αναβάπτισης στη λαϊκή εντολή. Σε εκλογές, υπό την προϋπόθεση της καθαρής παρουσίασης αυτών των επιλογών από την κυβέρνηση και της υποστήριξής τους από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.»