12 April 2014

Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί;

του Θοδωρή Γεωργακόπουλου, Καθημερινή, 11/4/2014


Τους τελευταίους τέσσερις μήνες επισκέφθηκα εκατό κτίρια της Αθήνας οι ταράτσες των οποίων έχουν θέα στην Ακρόπολη και έβγαλα φωτογραφίες στο πλαίσιο ενός project που λέγεται «100 ταράτσες». Η ιδέα ήταν να αποτυπώσω μια διαφορετική εικόνα του κέντρου της πόλης από πολλές οπτικές γωνίες και να δείξω την αντίθεση του αρχαίου μνημείου με τη σύγχρονη πόλη που έχουμε χτίσει εμείς από κάτω.



Στην πορεία, ωστόσο, συνειδητοποίησα διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα για την πόλη και τους πολίτες της. Για παράδειγμα: Δεν έχω ιδέα πώς καταφέρνουμε τόσοι άνθρωποι και επιβιώνουμε εδώ μαζί. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται. Μάλλον κατά τύχη. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι σίγουρα το κάνουμε με το ζόρι.


Επισκέφθηκα συνολικά 37 πολυκατοικίες (οι υπόλοιπες ταράτσες ήταν σε κτίρια γραφείων, ξενοδοχεία, μουσεία και άλλα) και κατάλαβα από τα λεγόμενα των ανθρώπων που με κάλεσαν στα σπίτια τους και άλλων που συνάντησα και με τους οποίους μίλησα στην περιήγησή μου ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στη συγκατοίκησή τους με τους υπόλοιπους. Σε καμία πολυκατοικία οι γείτονες δεν τα βρίσκουν. Παντού υπάρχουν «περίεργοι» που «δημιουργούν προβλήματα». Αμέτρητα κτίρια με κεντρική θέρμανση περνούν τους χειμώνες χωρίς πετρέλαιο επειδή οι ένοικοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Αλλού αφήνουν τους κοινόχρηστους χώρους να μαραζώσουν και να καταστραφούν επειδή οι ένοικοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν πώς θα πληρώνεται η καθαρίστρια. Πριν από αυτό το project, δεν μπορούσα να διανοηθώ πόσες είναι οι βρώμικες, εγκαταλειμμένες ταράτσες της Αθήνας, αλλά τώρα τις είδα με τα μάτια μου, ταράτσες σε καταπληκτικές τοποθεσίες με θαυμάσια θέα στην Ακρόπολη, γεμάτες μπάζα.

Το μόριο της κοινωνίας, η πολυκατοικία, είναι άρρωστο. Οι άνθρωποι από ό,τι φαίνεται δεν μπορούν να ζήσουν μαζί ούτε καν σε μικρές ομάδες των τριάντα ατόμων. Η ιστορία του προβλήματος γράφεται στα passive-aggressive χαρτάκια που κολλούν οι διαχειριστές στα ασανσέρ. Το πρόβλημα δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο ή άγνωστο – το βλέπουμε κάθε μέρα στον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες συμπεριφέρονται στους κοινόχρηστους χώρους της πόλης, στα πάρκα, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες. Οι Αθηναίοι δίνουν μεγάλη έμφαση στην ιδιωτικότητα, στα δικαιώματα και τις ανάγκες του εαυτού και ελάχιστη σημασία στις ανάγκες και τα δικαιώματα του συνόλου, ακόμα και όταν το «σύνολο» συνίσταται μόνο από λίγους ανθρώπους που ζουν στο ίδιο κτίριο.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Δεν νομίζω ότι οι Ελληνες είναι κακοί άνθρωποι ή έστω χειρότεροι από ξένους που συνυπάρχουν πιο αρμονικά και σέβονται τον κοινό τους χώρο περισσότερο. Το κλειδί της ερμηνείας, όπως τείνω να πιστέψω ύστερα από αυτά που είδα, βρίσκεται στην αποδοχή της διαφορετικότητας. Δεν είμαστε από γεννησιμιού μας εχθρικοί προς την ιδέα της συνύπαρξης με τους άλλους, αλλά έχουμε μια διογκωμένη ιδέα για τον εαυτό μας και την ταυτότητά του, την οποία περιχαρακώνουμε και διαφυλάττουμε πολύ προσεκτικά.

Το κλειδί βρίσκεται στην αποδοχή του «περίεργου».

Οι «περίεργοι γείτονες» με τους οποίους δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε καθόλου είναι τόσο πολλοί για έναν απλό λόγο: Ολοι είμαστε περίεργοι. Ολοι οι άνθρωποι είναι «περίεργοι». Επτά δισεκατομμύρια: όλοι τρελοί, ιδιότροποι, ιδιόρρυθμοι, αλλόκοτοι, εκκεντρικοί, αλαφροΐσκιωτοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ο Αλέν ντε Μποτόν έγραψε πρόσφατα στο Twitter το εξής: «Οι μόνοι άνθρωποι που θεωρούμε φυσιολογικούς είναι αυτοί που δεν έχουμε γνωρίσει ακόμη πολύ καλά». Το είχε πει λίγο αλλιώτικα ο Πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσόα: «Δεν υπάρχουν κανόνες. Ολοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις σε έναν κανόνα που δεν ισχύει». Εμείς εδώ έχουμε πρόβλημα με τους αλλιώτικους άλλους. Δεν είμαστε μισάνθρωποι (όχι όλοι) -απόδειξη ότι μια χαρά δημιουργούμε πυρήνες αρμονικής συνύπαρξης στον κλειστό κύκλο της οικογένειας και των στενών φίλων- έχουμε όμως πρόβλημα με την αποδοχή των διαφορετικών ανθρώπων, με τους «περίεργους», και καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί και περίεργοι, δε μπορούμε να συνυπάρξουμε με τους άλλους χωρίς τριβές και γκρίνιες.

Νομίζω ότι το αντίδοτο σ’ αυτό το φαινόμενο δεν θα ήταν αυστηρότεροι νόμοι ή περισσότερες θεωρητικές διδασκαλίες περί αλτρουισμού στο σχολείο, αλλά μια γενναία αναπροσαρμογή της ιδέας του εαυτού. Πράγμα πιο δύσκολο, γιατί είναι αλλαγή πιο θεμελιώδης. Πρέπει με κάποιον τρόπο να διδαχτούμε όλοι ότι είμαστε λίγο λιγότερο σπουδαίοι και αυτάρκεις και αλάνθαστοι από ό,τι νομίζουμε, κι ότι στον κόσμο χωράνε και άνθρωποι αλλιώτικοι, που, ακόμα κι αν δεν τους συμπαθούμε και δεν μας χωνεύουν και δεν έχουμε τα ίδια γούστα και σχεδόν δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουν κι αυτοί ισάξιο δικαίωμα στα ίδια πεζοδρόμια και στις ίδιες πλατείες και, ναι, στις ίδιες ταράτσες με θέα την Ακρόπολη.