16 December 2013

Kurt Flasch: Γιατί δεν είμαι χριστιανός

Υπάρχουν σε γενικές γραμμές τρεις λόγοι να μην είναι κάποιος θρησκευτικά πιστός και ειδικότερα να μην είναι χριστιανός: Ο πρώτος είναι να μην πιστεύει σε δυνάμεις, θεούς και δαίμονες, πέρα από την υπαρκτή φύση, να είναι δηλαδή φυσιοκράτης. Ο δεύτερος είναι να θεωρεί τους εκπροσώπους επί Γης του όποιου θεού, τους κληρικούς, ανάξιους σύμφωνα με τις αξιώσεις που θέτουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και σε σχέση με αυτά που ξέρουμε ότι έχουν πράξει διαχρονικά. Ο τρίτος λόγος είναι να θεωρεί ότι οι θρησκείες και ειδικότερα εδώ ο χριστιανισμός, δεν διαθέτουν αξιόλογη πνευματικό υπόβαθρο, ώστε να καταλήξει ο ευφυής μελετητής στο συμπέρασμα ότι αιτιολογείται η θρησκευτική πίστη. Παρουσιάζεται λοιπόν το τρίπτυχο: θεός, ιερατείο, θρησκεία, τα οποία συχνά μπλέκονται.
Συνήθως η επιχειρηματολογία των φυσιοκρατών διανοουμένων καλύπτει και τους τρεις τομείς, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με περιορισμένη ένταση. Για παράδειγμα, ο Bertrand Russell επιχειρηματολογούσε ως φιλόσοφος (Why I am not a christian), αλλά και ως ιστορικός. Ο Karl-Heinz Deschner, φιλόλογος και φιλόσοφος, έχει επίσης επιχειρηματολογήσει σε όλους τους τομείς, κυρίως όμως με το δεκάτομο έργο του «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού» επάνω στο θέμα της διαχρονικής παρουσίας του χριστιανικού εκκλησιαστικού μηχανισμού στην ευρωπαϊκή κοινωνία.
Ο ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο γερμανικό πανεπιστήμιο του Mainz (Μάιντς, Μαγεντία), Kurt Flasch (Φλας), υπήρξε πιστός καθολικός χριστιανός αλλά κάποια στιγμή, στα 83 χρόνια του, αποφάσισε να αποχωρήσει από την εκκλησία. Για να εξηγήσει δε τους λόγους του έγραψε ένα βιβλίο: «Γιατί δεν είμαι χριστιανός» (Warum ich kein Christ bin).
Ο Φλας δεν ήταν ποτέ άθεος ή φυσιοκράτης, δεν είχε ποτέ παράπονο από τη συμπεριφορά του εκκλησιαστικού μηχανισμού και πολλών κληρικών που γνώρισε απέναντί του, έχει να κάνει όμως με το περιεχόμενο της χριστιανικής θρησκείας και με το φτωχό μήνυμα που στέλνει στον κόσμο.


Δεν διαχώρισε απλά τη θέση του από τις παιδικές και εφηβικές ή έστω τις φοιτητικές ιδεοληψίες. Πολύ περισσότερο, διέκοψε κάθε σχέση με τη χριστιανική θρησκεία, με την οποία ασχολήθηκε σε όλη τη ζωή του, τόσο ιδιωτικά ως πιστός όσο και επαγγελματικά ως καθηγητής της φιλοσοφίας και της ιστορίας της.
Στο βιβλίο του εξηγεί ο Φλας διεξοδικά ότι ποτέ δεν του δημιούργησε η εκκλησία προσωπικές ηθικές ή πολιτικές αναστολές. Ποτέ δεν τον ενόχλησε σεξουαλικά κάποιος κληρικός, ούτε και πληροφορήθηκε σε νεανική ηλικία τέτοια επεισόδια. Ποτέ δεν έμαθε ότι στο φιλικό και συγγενικό κύκλο του κάποιος, επίσης καθολικός, ήταν φιλοναζιστής. Μάλιστα, μετά τον πόλεμο, όταν ο Φλας ήταν ήδη 15-16 ετών, συζήταγαν σε οικογενειακό κύκλο για τις κακουχίες που έπαθαν από το καθεστώς διάφοροι συγγενείς και φίλοι· ένας θείος του είχε εκτελεστεί μάλιστα σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Οι αμφιβολίες
Ο Φλας άρχισε να παρατηρεί διάφορες λεπτομέρειες στη μελέτη του χριστιανισμού και των θρησκειών γενικότερα κατά τη διάρκεια των σπουδών του:  ενώ διάφορα αρχαία φιλοσοφικά κείμενα, ελληνικά και λατινικά, τα ανέλυαν και τα «ψείριζαν» οι ερευνητές, φιλόλογοι και φιλόσοφοι, λέξη προς λέξη και έψαχναν για τυχόν κρυφά νοήματα στη σύνταξη ή στην επιλογή των λέξεων, στα θεολογικά κείμενα των γραφών και των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών «πατέρων» υπήρχε μία χαλαρότητα. Κάτι αμφιλεγόμενο, μπορεί να σημαίνει αυτό, μπορεί και το άλλο ή το παράλλο, οπότε επιλεγόταν αυτό που βόλευε κάθε φορά!
Ο υποψήφιος απόφοιτος της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας ξόδευε ώρες και ημέρες για να συγκρίνει μεταφράσεις και διαφορετικές αποδόσεις σε φράσεις επιστολών του Κικέρωνα, στη Θεολογία αρκούσε όμως να προκύπτει από τη μετάφραση το αναμενόμενο, πλαισιωμένο με τα συνήθη στους θεολόγους ερμηνευτικά άλματα.
Η μελέτη
Έτσι σκέφτηκε ο Φλας να εφαρμόσει στα θρησκευτικά κείμενα τις ίδιες εξαντλητικές τεχνικές που γνώρισε και εφάρμοζε στα φιλοσοφικά και ιστορικά. Η ιδέα του θεού, οι λογικές αποδείξεις για την ύπαρξή του, η ύπαρξη της ψυχής και η θρυλούμενη αιωνιότητα, η προβληματική του «κακού» στον κόσμο, οι προφητείες, τα θαύματα, η «σωτηρία», η χριστιανική ηθική και άλλα πολλά… όλα τα κείμενα των ευαγγελίων σε διάφορες εκδοχές τους, συγγράμματα των «απολογητών» και των  «πατέρων», αποφάσεις συνόδων και συναφείς μελέτες θεολόγων και φιλοσόφων. Η απόφαση του Φλας ήταν: πολύ ελαφριά, απλοϊκά!
Στο βιβλίο γίνεται συχνά αναφορά στις εικόνες του εξοργισμένου και βίαιου θεού, κάτι σαν τραμπούκος ηγεμόνας, από το πρώτο βιβλίο Σαμουήλ της Π.Δ., για του οποίου τη συμπεριφορά δεν υπάρχει όμως κάποια κριτική, θεωρείται δεδομένη και αυτονόητη. Στην περιγραφή της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα παραπονιέται όμως ο άλλος για την καταπίεση των παιδιών του θεού από τους άπιστους. Γιατί άραγε η πρώτη καταπίεση να ήταν καλή και η άλλη όχι;
Και από πού προκύπτει ότι το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος» αποτελεί κανόνα για εκτίμηση της αποζημίωσης, δηλαδή δεν πρόκειται για εκδίκηση αλλά για εισαγωγή στη νομική σκέψη; Κανένα στοιχείο δεν οδηγεί σ’ αυτή την ευνοϊκή ερμηνεία, ενώ διαχρονικά έχει γίνει εξαντλητική χρήση του «κανόνα» για πολλά εγκλήματα.
Κάποια εποχή εμφανίζεται πιεστικά η ανάγκη για δημιουργία σταθερών κανόνων, κάτι που ισχύει για όλους και διαχρονικά, εφόσον πρόκειται για το «λόγο του  θεού». Όμως ήδη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια καθιερώθηκε ποια ευαγγέλια είναι έγκυρα και ποια όχι, ποιοι κήρυκες του χριστιανισμού ήταν «κανονικοί» και ποιοι «αιρετικοί». Με αυτές τις προεπιλογές δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κάποιος ότι άνθρωποι, με γνωστό επίπεδο γνώσεων και γνωστές αδυναμίες της εκάστοτε εποχής, αποφάσισαν οριστικά και έγκυρα ποιος ακριβώς είναι αυτός ο «λόγος του θεού». Με μια κάπως διαφορετική επιλογή θα ήταν κάτι άλλο…
Ανάλογες σκέψεις κάνει ο Φλας για τα χριστιανικά «δόγματα», μερικά από τα οποία παίζουν διαχρονικά κεντρικό ρόλο και άλλα περιθωριοποιούνται.
Ο ανταγωνισμός με το λαϊκό χριστιανισμό
Ο Φλας καταπιάνεται με τις σύγχρονες προσπάθειες (καθολικών) συνόδων να προσαρμοστεί η χριστιανική θρησκεία στην τρέχουσα πραγματικότητα, αρχικά των αρχών του 20ου αιώνα. Αναλύοντας τα θέματα που έχουν θιγεί και τις αντιλήψεις που έγινε προσπάθεια να προσαρμοστούν, καταλήγει ο συγγραφέας ότι καμιά διακόσμηση δεν μπορεί να αλλάξει πλέον τις αρχικές επιλογές με τα παιδιάστικα δόγματα! Αποτέλεσμα είναι η χριστιανική θρησκεία να δείχνει φιλοσοφικά την ηλικία της, να είναι γερασμένη και καθόλου ελκυστική.
Σ’ αυτή την περίπτωση, λέει, θα ήταν προτιμότερο να ανοιχτεί η θρησκεία προς τις επιλογές των Αρχαίων που λέγονται ακόμα «ειδωλολάτρες», και οι οποίες επιλογές τους έχουν αντιγραφεί από τους σύγχρονους απλοϊκούς πιστούς μέχρι κεραίας: να γίνει η θρησκεία ένα πανηγύρι με γλέντια, θαύματα, λιβάνια και μουσική, με κρασί και ψητά. Όπως έχει γίνει ήδη εν πολλοίς και εξελίσσεται παράλληλα με την ακαδημαϊκή θεολογία, η οποία έχει τελειώσει πλέον.
Ο Φλας απαντάει επίσης σε αντιρρήσεις αρμοδιότητας, ότι θα έπρεπε δηλαδή αυτά που συζητάει και γράφει στο βιβλίο του να τα πραγματεύεται ένας θεολόγος και όχι ένας φιλόσοφος και ιστορικός. Ο ίδιος έζησε όμως τις συζητήσεις γύρω από τον θεολόγο Bultmann και τις κριτικές αντιλήψεις του, όταν μαθητές του δήλωναν ότι δεν πιστεύουν και δεν ελπίζουν πια στη μετά θάνατον ζωή· για την κατανόηση της ζωής και του κόσμου δεν χρειάζονται πια τη θεολογία, δήλωναν. Να σημειώσουμε εδώ, κάνοντας μια παρέκβαση, ότι και ο Κω/νος Τσάτσος, γνωστός ιδεαλιστής φιλόσοφος είχε δηλώσει σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις του με φίλους διανοούμενους: «Εδώ θα μείνουμε, δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή» (Εμμ. Κριαράς). Ο Τσάτσος τα κράτησε για τον κύκλο του, ο Φλας τα διατυμπανίζει.
Ανάλογα είναι και τα σχόλια του Φλας για τους θεολόγους: παραγιούς της φυσικής θεολογίας τους ανεβάζει, απατεώνες της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας τους κατεβάζει. Για μερικούς  γνωστούς θεολόγους έχει ο συγγραφέας επαινετικά ή επικριτικά σχόλια στο βιβλίο του: ο γνωστός θεολόγος Κarl Barth μάλλον περιφρονούσε θεούς και θρησκείες, άλλους τους θεωρεί ο Φλας γυρολόγους της ψυχολογίας.
Ο Φλας δεν δηλώνει όμως άθεος, θεωρεί τον εαυτό του αγνωστικιστή. «Ένας άθεος τολμάει να αποδείξει την ανυπαρξία θεού, εγώ δεν έχω τέτοια αυτοπεποίθηση». Ως φιλόσοφος και περίπου στο βιολογικό τέλος της ζωής του δεν ενδιαφέρεται πια για θεό, για «μεταθανάτια ζωή», για υιό θεού και τους αγιοποιημένους συγγενείς του… Η ιουδαιοχριστιανική παράδοση, λέει, δεν είναι γι’ αυτόν παρά μια «συλλογή εικόνων από εφευρημένες ιστορίες».