23 May 2011

Εμείς δεν είμαστε ρατσιστές - αυτοί είναι μαύροι!

Το τελευταίο ταμπού της μεταπολίτευσης...

του Πασχου Μανδραβελη, Καθημερινή, 23/5/2011


Χρόνια τώρα, ο συγγραφέας Νίκος Δήμου προειδοποιούσε ότι η απόφανση «οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές» είναι κατά βάθος ρατσιστική, διότι δίνει ένα χαρακτηριστικό σε μια ολόκληρη πληθυσμιακή ομάδα. Πραγματικά: τον περισσότερο καιρό, οι περισσότεροι Ελληνες δεν παρουσίασαν ρατσιστικές συμπεριφορές γιατί απλώς δεν υπήρχε το αντικείμενο του ρατσισμού. Σαν ήρθαν οι πρώτοι Αλβανοί στην Ελλάδα ζήσαμε τα πρώτα ρατσιστικά φαινόμενα, τα οποία υποδαυλίστηκαν από το ανεύθυνο τηλεοπτικό κουβεντολόι. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, κάποιου χωριού στην Βόρεια Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των Αλβανών μετά τη δύση του ηλίου. Οταν ρωτήθηκε ο πρόεδρος, αν οι μετανάστες του χωριού έκαναν κάτι, απάντησε απλοϊκά: «Οχι, οι δικοί μας μια χαρά παιδιά είναι. Αλλά δεν βλέπετε τηλεόραση; Δεν καταλαβαίνετε τι γίνεται;».

Σε μια κοινωνία που η κρίση τα αλλάζει όλα, επόμενο είναι να γκρεμίζεται και το τελευταίο ταμπού της μεταπολίτευσης. Ο ελληνικός αντιρατσισμός δεν είχε βαθύτερες ρίζες ούτε ιδεολογική επεξεργασία. Ηταν ένα (θετικό) υποπροϊόν της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς στην Ελλάδα. Γράφαμε και παλιότερα ότι «όπως κάποτε ήταν της μόδας να είναι κάποιος αριστερός, έτσι παραμένει της μόδας να είναι κάποιος αντιρατσιστής. Αυτή η κυριαρχία της Αριστεράς, όσο κι αν ωφέλησε τη χώρα σε πρώτο επίπεδο, στην ουσία έκρυψε το πρόβλημα κάτω από το χαλί της απαξίωσης. Δεν υπάρχει συστηματική δουλειά και ουσιαστική παιδεία πίσω από την ελληνική ανεκτικότητα... Αυτή η ανεκτικότητα μπορεί να είναι επιφανειακή. Για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν οι κοινωνίες στα δύσκολα κρίνονται. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης ζει μια χωρίς προηγούμενο περίοδο ευημερίας. Οι μετανάστες βοηθούν σ’ αυτή. Τα μεσαία στρώματα χρειάζονται τους μετανάστες. Είναι φιλί ζωής στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Τι θα γίνει όμως αν αυτό το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης φυλλορροήσει;» («Ελλάδα και ρατσισμός», 22.8.2004)

Τώρα φυλλορροούν δύο πράγματα ταυτόχρονα: το ελληνικό μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης και η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς. Κατ’ αρχάς η Ελλάδα χωρίς τα δανεικά δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε τους γηγενείς, πόσω δε μάλλον τους μετανάστες. Είναι γνωστό ότι οι μετανάστες πληρώνουν πρώτοι την κρίση. Αλλά δεν βρίσκονται απλώς στην ανεργία. Καταλήγουν στον δρόμο χωρίς κοινωνική ασφάλιση αλλά και χωρίς το μίνιμουμ βοήθειας που παρέχει στον Ελληνα άνεργο ο ευρύτερος οικογενειακός περίγυρος. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί θα ψάξουν να βρουν αλλού την τύχη τους, αλλά μέχρι τότε τα φαινόμενα παραβατικότητας ή και εγκληματικότητας στις τάξεις των μεταναστών θα αυξηθούν. Αυτό θα δημιουργήσει αντιδράσεις και ρατσιστικά στερεότυπα, που ευχαρίστως κάποιοι θα εκμεταλλευτούν.


Αλλά η οικονομική κρίση πλήττει και τα χαμηλότερα στρώματα των γηγενών, που πλέον θα αρχίσουν να ανταγωνίζονται για τις δουλειές που έκαναν οι μετανάστες και ανακαλύπτουν ότι αυτές οι δουλειές –ακριβώς εξαιτίας των μεταναστών– είναι κακοπληρωμένες. Από την άλλη, το αίτημα «να φύγουν οι ξένοι» είχε μέχρι σήμερα ένα αντίβαρο στα μεσαία στρώματα· ήταν οι μικροϊδιοκτήτες, μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες, που χρειάζονταν τους μετανάστες για να μειώνουν το κόστος λειτουργίας τους. Τώρα αυτή η επιχειρηματικότητα –που δεν είχε ρίζες, αλλά συγκυριακά εκμεταλλευόταν τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα εμφανίζονταν– σαρώνεται από την κρίση. Ακόμη κι αυτοί οι επιχειρηματίες, που είχαν θετική εμπειρία από τους μετανάστες στη δούλεψή τους, στο αίτημα «να φύγουν οι ξένοι» στην καλύτερη περίπτωση θα σιωπήσουν.

Δεύτερον, η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς πνέει τα λοίσθια και οι σπασμωδικές κινήσεις των ποικιλώνυμων ομάδων του αποκαλούμενου «χώρου» επιταχύνουν την κατάρρευση. Στην Ελλάδα της ρηχής ανάλυσης και του μεγάλου θυμικού, το εκκρεμές κινείται ταχύτατα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Χρυσή Αυγή μπήκε στο Δημοτικό Συμβούλιο και ο ρατσιστικός λόγος εκστομίζεται χωρίς ενοχές. Μεγάλες ομάδες πληθυσμού εθίστηκαν να ψάχνουν για ενόχους, αντί για λύσεις, ενώ υπάρχει και ο διάχυτος τηλεοπτικός λαϊκισμός για να ενισχύσει αυτή την τάση. Ποιος θα καθίσει να ακούσει για μακροχρόνιες πολιτικές, οι οποίες πραγματικά θα λύσουν το πρόβλημα, όταν φοβάται να κυκλοφορήσει στο κέντρο της πόλης; Ποιος θα συζητήσει για ανάπλαση του κέντρου, για τζαμί στην Αθήνα –όλα αυτά είναι μέρος της λύσης– όταν κυριαρχεί ο φόβος της κατάρρευσης του κοινωνικού ιστού; Ολες οι πολιτικές μακροχρόνιας παρέμβασης χλευάζονται είτε ως «μια από τα ίδια» είτε ως «αναποτελεσματικές».

Ετσι κι αλλιώς, στην Ελλάδα πάντα βρίσκαμε περίεργα ονόματα για να μη συζητάμε σε βάθος τα προβλήματα. Ενα από αυτά τα ονόματα είναι η «μεταναστευτική πολιτική». Κανείς δεν μας εξηγεί τι είναι, αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν την έχουμε. Τα δε πραγματικά μέτρα μακροχρόνιας μεταναστευτικής πολιτικής απαξιώνονται ταχύτατα, διότι «δεν απαντούν στο πρόβλημα». Ετσι και σε ό, τι αφορά το κέντρο της Αθήνας κρατάμε την ίδια στάση που έχουμε για την οικονομία. Μετά από μια μεγάλη περίοδο μακαριότητας, τότε που αργά αλλά σταθερά τα πάντα επιδεινώνονταν, ξαφνικά τρομάξαμε. Κι επειδή δεν δώσαμε τις λύσεις «χθες» –κατά την αγαπημένη έκφραση των νεοανυπόμονων–, τις θέλουμε σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι τέτοιες ψευδαισθήσεις άμεσων λύσεων προσφέρει η Χρυσή Αυγή. Οι γρήγορες λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα δεν μπορεί παρά να είναι βίαιες λύσεις, αν υποθέσουμε ότι είναι λύσεις. Και κατά περίεργο τρόπο, ανώτερα μεσοαστικά στρώματα με αριστερές καταβολές, εκείνα που παλιότερα τρόμαζαν από την ακροδεξιά βία (και δυστυχώς μόνον από αυτή), τώρα κάνουν λίγο τα στραβά μάτια για την αστυνομική ή και την ακροδεξιά βία στο όνομα της τάξης.

Ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός δεν είναι μόνο πολύ απλοϊκός και συνεπώς εύπεπτος. Είναι και πολύ οικείος σε μια χώρα που εμποτίστηκε από τον λαϊκισμό της παλαβής Αριστεράς. Μπορεί αυτοί οι δύο ριζοσπαστισμοί να είναι απέναντι, αλλά η συλλογιστική τους είναι η ίδια: κάποιοι φταίνε για την κατάσταση (πλουτοκράτες ή μετανάστες), οι δημοκρατικές μέθοδοι δεν λύνουν ουσιαστικά τα προβλήματα, οι πολιτικοί είναι προδότες ή χειραγωγούμενοι από συμφέροντα· αφήστε δε που πάντα υπάρχει και κάποια συνωμοσία (του κεφαλαίου ή της παγκοσμιοποίησης). Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο: και στη Γαλλία, ο Λεπέν τις εργατικές συνοικίες –προπύργια του ΚΚΓ– κέρδισε πρώτα.

Τα σύνθετα προβλήματα απαιτούν σύνθετες και μακροχρόνιες λύσεις. Με τα τηλεοπτικά τύμπανα του φόβου να ηχούν και με πολιτικούς που όχι μόνον έχουν ευήκοα ώτα, αλλά αναπαράγουν κάθε είδους λαϊκισμό, θα έχουμε πρόχειρες λύσεις, διόγκωση των προβλημάτων και πόλωση των ακραίων. Τη συνταγή δηλαδή της καταστροφής.

Η μάχη των συντηρητισμών

Για τη μεταπολίτευση μπορούν να ειπωθούν πολλά. Λέγονται περισσότερα – απ’ όσα της αξίζουν τουλάχιστον. Υπάρχει, όμως, ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούμε όλοι. Είναι η μεγαλύτερη περίοδος δημοκρατίας την οποία έζησε αυτή η χώρα· κατάκτηση σημαντική αν σκεφθούμε την ιστορία των διακοσίων χρόνων του νεοελληνικού κράτους.

Βεβαίως και αυτή τη δημοκρατία την καταχρασθήκαμε. Ισως, ως καινούργιο κοσκινάκι, δεν ξέραμε πού να το κρεμάσουμε και το κρεμάσαμε παντού. Τα πάντα θεωρήθηκαν δημοκρατικά κεκτημένα. Ακόμη και η ανομία. Αυτό μπορεί να ήταν και λογικό σε μια χώρα που δεν ήξερε τι σημαίνει ελευθερία και συνεπώς ποια είναι τα όριά της. Ζούσαμε σε μια χώρα όπου ο νόμος και το κράτος χρησιμοποιήθηκαν για να κρατήσουν τον μισό πληθυσμό, τους ηττημένους δηλαδή του Εμφυλίου, υπό επιτήρηση. Στη μέθη της μεταπολίτευσης όλα ανακατεύτηκαν περίεργα. Η ελευθερία του λόγου έγινε δικαίωμα αφισορύπανσης· το δικαίωμα συνάθροισης μεταμορφώθηκε σε δικαίωμα ταλαιπωρίας χιλιάδων από διακόσιους συγκεντρωμένους· το πανεπιστημιακό άσυλο έγινε ορμητήριο παραβατών και άβατο για κάποιες ιδέες που θεωρούνται νεοφιλελεύθερες ή αντικομμουνιστικές· η νόμιμη βία του κράτους εξισώθηκε με την παράνομη βία των πολιτών κ. ά.

Κεκτημένα και ιερά

Ηταν εν μέρει φυσιολογικό να συμβεί και τέτοιες μετατοπίσεις του εκκρεμούς έγιναν παντού στον κόσμο. Μόνο που εδώ παρακράτησε. Εμπεδώθηκε ένας αριστερός συντηρητισμός, που προσπαθεί να κρατήσει ανέπαφο ολόκληρο το οικοδόμημα της μεταπολίτευσης, μαζί με τις αρνητικές της επιπτώσεις. Ολα έγιναν κεκτημένα και ιερά, ακόμη και όσα δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Βλέπουμε τα πανεπιστήμια να καταρρέουν και το μόνο που συζητάμε είναι οι μελλοντικοί και απίθανοι κίνδυνοι από την κατάργηση του ακαδημαϊκού ασύλου. Χιλιάδες εργατοώρες χάνονται στο κέντρο της Αθήνας κι ακόμη συζητάμε αν είναι δημοκρατικό να πορεύονται οι πενήντα διαμαρτυρόμενοι στη μία λωρίδα του δρόμου.

Συντηρώντας όμως τις παθογένειες ενός συστήματος, εξασφαλίζεις την κατάρρευσή του. Αναγκαστικά διογκώνονται τα αντίστροφα συντηρητικά ανακλαστικά και δημιουργείται κοινωνική πίεση για κατεδάφιση ολόκληρου του οικοδομήματος. Η καθολική απόρριψη της πολιτικής είναι το πρώτο φαινόμενο αυτής της διαδικασίας. Η καθολική δυσανεξία το δεύτερο και έπεται συνέχεια. Το εκκρεμές πάει από τον αριστερό συντηρητισμό στον δεξιό χωρίς να περάσει από τη σύνεση.

Η κρίση είναι η καλύτερη ευκαιρία για να αλλάξουν τα πράγματα. Να ξεριζώσουμε τις παθογένειες και να αναπτύξουμε όποια θετικά υπάρχουν. Αυτό όμως προαπαιτεί σκέψη και ξεδίπλωμα μακροχρόνιων πολιτικών. Αυτές που επειδή δεν παράγουν αξιόλογο επικοινωνιακό αποτέλεσμα, χλευάζονται ως αναποτελεσματικές. Μόνο που οι άλλες λύσεις μπορεί να είναι φανταχτερές και ανούσιες, αλλά μπορεί να είναι φανταχτερές και επικίνδυνες.