05 May 2011

Άλλη μια εποχή μεγαλείου για το χριστιανισμό

Η σύγκρουση εκκλησίας και κράτους στη Μεσαιωνική Αγγλία για την εξουσία

Η ιστορία του Μεσαίωνα είναι γεμάτη από συγκρούσεις του κοσμικού κράτους με τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, ιδίως στη Δύση, για τα πρωτεία στην εξουσία. Στο Βυζάντιο έβαζαν οι αυτοκράτορες δραστικά φρένο στις απαιτήσεις εκκλησιαστικών παραγόντων για επιρροή στην εξουσία, επιβάλλοντας καθαίρεση και εξορία. Γνωστότερο παράδειγμα είναι η ιστορία του Φώτιου, ο οποίος έγινε σε μια εβδομάδα πατριάρχης από λαϊκός και διεκδίκησε να επηρεάζει την εξωτερική πολιτική του κράτους, αξιοποιώντας θρησκευτικές ιδεοληψίες.

Ακόμα και μέχρι των ημερών μας προσπαθούσε ο Χριστόδουλος να περάσει μηνύματα ότι ο Αρχιεπίσκοπος (πρέπει να) είναι ανώτερος του Προέδρου Δημοκρατίας· πρώτα θα χαιρετηθεί ο Αρχιεπίσκοπος, έλεγε, και μετά ο Πρόεδρος Δημοκρατίας. Κι αυτά μπροστά στον εμβρόντητο Κ.Στεφανόπουλο που ήταν τότε πρόεδρος.

Στη Δύση ήταν συνηθέστερες αυτές οι συγκρούσεις, λόγω της πολυαρχίας που επικρατούσε, καμιά φορά και λόγω ανυπαρξίας κοσμικού κράτους και με αξιοποίηση από τους πάπες και επισκόπους των δυνατοτήτων για πολλαπλές συμμαχίες με φορείς πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Μία από αυτές τις ιστορίες είναι εκείνη του Thomas Becket που κατέληξε στη δολοφονία του. Στις εικόνες που παρατίθενται έχει αποδοθεί εικαστικά αυτή η δολοφονία από διάφορους ζωγράφους.
του καθηγ. A. Καμμά, ιατρού,
αντιπροέδρου ΤΕΙ Αθήνας

Από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας της Μεσαιωνικής Ευρώπης υπήρξε η δολοφονία του Θωμά Μπέκετ, μέσα στο αββαείο του Καντέρμπουρυ (Canterbury), στις 29 Δεκεμβρίου του 1170 από τέσσερις Αγγλο-Νορμανδούς ιππότες, πιστούς στον Πλανταγενέτη (Planta genestra) που θέλησαν, με δικιά τους πρωτοβουλία, να ικανοποιήσουν την αγανακτισμένη επιθυμία του βασιλιά τους, η οποία εκφράσθηκε με την ιστορική έκρηξή του: «Δεν υπάρχει κάποιος να με απαλλάξει από αυτόν τον άτακτο παπά;» (Will no one rid me of this turbulent priest?).

Η διαμάχη αυτή του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β΄ με τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και πριμάτο της Αγγλικής Εκκλησίας, Θωμά Μπέκετ είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, αμέσως μετά την ενθρόνιση του τελευταίου στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, το 1163, όταν ο νέος Αρχιεπίσκοπος, παρά το ότι είχε προωθηθεί στη θέση αυτή από τον ίδιο τον φίλο του βασιλιά Ερρίκο, αποφάσισε να εφαρμόσει μια ριζική μεταρρύθμιση στην Αγγλική Εκκλησία υπό τις ευλογίες και με τη συμπαράσταση του πάπα Αλέξανδρου Γ΄, ο οποίος και τον τίμησε με το ωμοφόριο του (pallium) στη σύνοδο της Τουρ (Tours), αυταπόδεικτη επιβεβαίωση της απόλυτης συμφωνίας του με τις προθέσεις και τα σχέδια του πριμάτου της Αγγλικής εκκλησίας.

Σε τι όμως συνίστατο η μεταρρύθμιση, την οποία επεδίωκε ο Θωμάς Μπέκετ; Ουσιαστικά ο κύριος άξονάς της ήταν η πλήρης αυτονόμηση της Αγγλικής Εκκλησίας από την πολιτική (δηλαδή, τη βασιλική) δικαιοδοσία και τις εξ αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις δικαστικής εξάρτησης, όπως και η αναγνώριση πλήρους δικαιώματος κτήσης και προστασίας γης από την Εκκλησία χωρίς απαγορεύσεις και περιορισμούς.

Ο Πλανταγενέτης δεν μπορούσε να μείνει απαθής σ’ αυτές τις προθέσεις του παλιού του φίλου. Στις 11 Οκτωβρίου του 1163 συγκάλεσε σύνοδο του κλήρου στο Γουεστμίνστερ (Westminster), στην οποία ζήτησε να απορριφθεί κάθε αίτημα εξαίρεσης των κληρικών από τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και να αναγνωρισθεί η πλήρης ισότητα όλων ενώπιον του νόμου. Παρά το ότι πολλοί ανώτεροι κληρικοί συμφώνησαν με τη βασιλική τοποθέτηση, η σθεναρή αντίσταση του Μπέκετ στα θέματα που αφορούσαν στην ανεξαρτησία του κλήρου οδήγησε, τελικά, τη σύνοδο του Γουεστμίνστερ σε αποτυχία και άφησε όλα τα επίμαχα θέματα ανοικτά.

Ο Ερρίκος, όμως, ήταν αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει οριστικά και αμετάκλητα το σύνολο των θεμάτων που έθετε επί τάπητος ο Πριμάτος της Αγγλικής Εκκλησίας, επειδή πίστευε -όχι αδίκως- ότι πίσω από την εισηγούμενη από τον Μπέκετ μεταρρύθμιση υποκρύπτονταν οι όχι και ιδιαίτερα θρησκευτικές φιλοδοξίες του πάπα της Ρώμης, στον πλήρη έλεγχο του οποίου θα περιερχόταν η Αγγλική εκκλησία, αν γίνονταν αποδεκτές οι προτάσεις του Πριμάτου της.

Με εκπληκτική ταχύτητα συνέθεσε κείμενο με δεκαέξι σημεία, χαρακτηριστικά των προθέσεών του, και συγκάλεσε νέα σύνοδο στις 30 Ιανουαρίου του 1164 στο Κλάρεντον (Clarendon). Το ιστορικό αυτό κείμενο αποτελούσε, ουσιαστικά, ένα Συνταγματικό Χάρτη των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας (Les constitutions de Clarendon), επί του οποίου ο βασιλιάς της Αγγλίας έμεινε, κατά τη διάρκεια της συνόδου, τελείως αμετακίνητος.

Ο Θωμάς Μπέκετ προσπάθησε, έως το τέλος, να μεταστρέψει το εις βάρος του κλίμα της συνόδου και, όταν τελικά απέτυχε, αρνήθηκε να υπογράψει το κείμενο. Ο ανοιχτός πόλεμος μεταξύ των δύο ανδρών ήταν πια αναπόφευκτος.

Ο Ερρίκος κάλεσε τον Μπέκετ να απολογηθεί, ενώπιον μεγάλης συνόδου, την οποία συγκάλεσε επί τούτου στις 8 Οκτωβρίου του 1164 στο Νόρθαμπτον (Northampton), με διάφορες κατηγορίες όπως η αμφισβήτηση της βασιλικής εξουσίας και η κακοδιαχείριση κατά τη διάρκεια που ο Πριμάτος της Αγγλικής εκκλησίας ασκούσε τα καθήκοντα Υπουργού Οικονομικών (Chancellier) του κράτους.

Ο Μπέκετ, αντιλαμβανόμενος την προσπάθεια του Πλανταγενέτη να τον εξοντώσει, αποφάσισε την αυτοεξορία του από την Αγγλία. Έτσι, αφού αμφισβήτησε, για να κερδίσει χρόνο, το δικαίωμα της συνόδου να τον δικάσει, διέφυγε με μια μικρή ψαρόβαρκα στη Γαλλία, στις 2 Νοεμβρίου του 1164, αποφασισμένος να υποστηρίξει, μέχρις εσχάτων, τις απόψεις του.

Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Θωμάς Μπέκετ συνάντησε στη Σανς (Sens), στις όχθες του ποταμού Yonne, τον επίσης σε αυτοεξορία ευρισκόμενο πάπα Αλέξανδρο Γ΄ (Alexandre III) την υποστήριξη του οποίου εζήτησε και επέτυχε πλήρως. Οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί τότε, με επίκεντρο την Αγία Έδρα, ευνόησαν ιδιαίτερα αυτή τη συμμαχία.

Ο πάπας Αλέξανδρος Γ΄, νόμιμος διάδοχος από το Σεπτέμβριο του 1159 του προκατόχου του Αδριανού Δ΄ (Adrien IV) δεν είχε αναγνωρισθεί από το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α΄ Μπαρμπαρόσα (Frederic I Barberousse), ο οποίος, με τη βοήθεια ενός απόλυτα ελεγχόμενου κύκλου κληρικών, είχε επιλέξει για πάπα τον καρδινάλιο Οκταβιανό (Octavien) που πήρε, ως πάπας, το όνομα Βίκτωρ Δ΄ (Victor IV).

Η πράξη αυτή του Μπαρμπαρόσα προκάλεσε τον αφορισμό του από τον Αλέξανδρο και την έναρξη ενός πολέμου που ανάγκασε το νόμιμο πάπα να αυτοεξορισθεί σε διάφορες, φιλικές προς το πρόσωπό του, περιοχές της Ευρώπης, όπως (αρχικά) τη Γαλλία. Οι σχέσεις Θωμά Μπέκετ και πάπα Αλέξανδρου Γ΄ πέρασαν, τα επόμενα χρόνια, από διάφορες φάσεις δεδομένου ότι ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, παρά τη δεδηλωμένη συμπάθειά του προς τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, επεδίωκε, συστηματικά, την ουδέτερη στάση του βασιλιά της Αγγλίας στη διαμάχη του με τον Μπαρμπαρόσα, επιδίωξη η οποία και απέτρεψε τον συνεχώς επιζητούμενο από τον Μπέκετ αφορισμό του Πλανταγενέτη από τον πάπα.

Αλλά και ο Ερρίκος επεδίωξε, μετά την αυτοεξορία του αρχιεπίσκοπου του Καντέρμπουρυ, την αποκατάσταση των σχέσεών του με τον Αλέξανδρο στέλλοντας σ’ αυτόν, πριν ακόμα γίνει συνάντηση του πάπα με τον Μπέκετ, πρεσβευτές του που ζήτησαν από τον προκαθήμενο της Αγίας Έδρας να αποπέμψει τον Μπέκετ και να στείλει αντιπρόσωπό του (λεγάτο) στην Αγγλία για να εκδικάσει την υπάρχουσα διαμάχη, πρόταση η οποία δεν έγινε αποδεκτή το 1164, αλλά τρία χρόνια αργότερα, όταν η διαμάχη Αλέξανδρου Γ΄ και Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα είχε φθάσει σε ιδιαίτερα κρίσιμο, για τον πάπα, σημείο.

Από την πλευρά του ο Μπέκετ δεν έπαυε, παράλληλα με την πίστη του στις αρχές του, να διακηρύσσει και την πίστη του στο βασιλιά της Αγγλίας, τον οποίον χαρακτήριζε ως παρασυρόμενο από κακούς συμβούλους που, για άλλους -ιδιοτελείς- λόγους, τον οδηγούσαν σε ρήξη με αυτόν.

Η επιμονή του Μπέκετ στις αρχές του και η διπλωματία του άρχισαν να αναστρέφουν σταδιακά το κλίμα υπέρ αυτού σε βαθμό που, λίγα χρόνια αργότερα, το 1170, ο πάπας Αλέξανδρος είχε πια πεισθεί ότι έπρεπε να υποστηρίξει ενεργότερα τον Πριμάτο της Αγγλικής εκκλησίας στη διαμάχη του με τον Πλανταγενέτη. Μπροστά στον κίνδυνο αυτό ο Ερρίκος Β΄, επιστρατεύοντας τις διπλωματικές του ικανότητες, έπεισε τον Θωμά Μπέκετ να επιστρέψει στην Αγγλία και να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του. Οι όροι όμως αυτής της επιστροφής κάθε άλλο παρά ξεκαθάρισαν με την πρόσκληση αυτή.

Ο Μπέκετ απαίτησε εγγράφως την τιμωρία όλων αυτών που συνήργησαν στη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αποστέλλοντας την απαίτησή του αυτή στον Ερρίκο, πριν καν πατήσει το πόδι του εκ νέου στην Αγγλία, κάτι που πραγματοποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1170 στο Σάντουϊτς (Sandwich).

Ο Ερρίκος Β΄, μπροστά σ’ αυτή την άκαμπτη στάση του Θωμά Μπέκετ, εξοργίσθηκε. Αποτέλεσμα της οργής του αυτής ήταν να εκστομίσει την ιστορική φράση που προαναφέρθηκε, δίδοντας έτσι σε κάποιους το κίνητρο μιας αποτρόπαιας δολοφονίας που ο ίδιος δεν τη ζήτησε και, πολύ περισσότερο, δεν την επεδίωξε στη μακροχρόνια διαμάχη του με τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ.

Τέσσερις Αγγλο-Νορμανδοί ιππότες, πιστοί στο βασιλιά της Αγγλίας, οι Ρέτζιναλ Φιτζούρ, Ούγος ντε Μορβίλ, Ουΐλλιαμ Τράσυ και Ριχάρδος Μπριτώ αποφάσισαν να σκοτώσουν το Θωμά Μπέκετ και, χωρίς δισταγμό, υλοποίησαν την απόφασή τους στις 29 Δεκεμβρίου 1170 δίπλα στην Αγία Τράπεζα του καθεδρικού ναού του Καντέρμπουρυ.

Η δολοφονία του Θωμά Μπέκετ προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Ο πάπας Αλέξανδρος κατέταξε τον δολοφονηθέντα αρχιεπίσκοπο στους μάρτυρες της Εκκλησίας και ο τάφος του έγινε, πολύ σύντομα, τόπος προσκυνήματος των πιστών.

Ο Ερρίκος Β΄ βρέθηκε σε δεινή θέση! Με εχθρικά διακείμενους απέναντί του τη σύζυγό του Ελεονώρα (η οποία από το 1168 ζούσε στο Πουατιέ όπου και ασκούσε απόλυτη εξουσία), τα παιδιά του, το βασιλιά της Σκωτίας Γουλιέλμο Α΄ τον Λέοντα (Guillaume I, le Lion), το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄ (Louis VII, le Jeune) και πολλούς Αγγλο-Νορμανδούς φεουδάρχες βρέθηκε, με τη δολοφονία του Μπέκετ, απόλυτα εκτεθειμένος και στον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας ο οποίος απαίτησε τη δημόσια μετάνοιά του (penitence) επί του τάφου του δολοφονηθέντος αρχιεπισκόπου, για να τύχει της συγγνώμης της εκκλησίας.

Στις 21 Μαΐου 1172 ο Πλανταγενέτης, προκειμένου να κλείσει το μέτωπο που είχε ανοίξει με τον πάπα, υπεβλήθη εκουσίως σε δημόσια ταπεινωτική μαστίγωση (flagellation). Τον Φεβρουάριο του 1173 η ρωμαιοκαθολική εκκλησία ανακήρυξε τον Θωμά Μπέκετ, άγιο.