16 January 2011

Σε τι χρειάζομαι ένα θεό; (9)

Ανώνυμος, 35άρης δικηγόρος, από το Allgäu/Βαυαρία

(Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή >>>, η απόδοση του
αρχικού κειμένου γίνεται ελεύθερα και με περικοπές!)

Μεγάλωσα σε καθολικό μικροαστικό περιβάλλον μιας βαυαρικής μικρής πόλης. Η αντίληψή μου για θρησκευτικά ζητήματα ήταν από μικρής ηλικίας το ίδιο νηφάλια, όπως και οι υπόλοιπες που είχα από τον κόσμο γύρω μου.

Η εντυπώσεις που έπαιρνα από τις όχι συχνές επισκέψεις λειτουργιών σε καθολικούς ναούς αφορούσαν κυρίως τους χώρους, τις οσμές και τις θερμοκρασίες. Οι ναοί ήταν ψηλοί και σκοτεινοί, η μυρωδιά ήταν αυτή της υγρασίας και αρχόμενης μούχλας και οι θερμοκρασίες ήταν σχεδόν πάντα χαμηλές• τους περισσότερους μήνες του χρόνου, όποτε πήγαινα σε ναό, δεν έβγαζα το παλτό!

Οι εικόνες που έχω στο μυαλό μου από τη διακόσμηση του ναού είναι εκείνες με ταλαιπωρημένους ή πεθαμένους ανθρώπους, που βρίσκονταν κρεμασμένοι σε σταυρούς, διαπερασμένοι από βέλη ή δόρατα και πάντα με πολλά αίματα. Μέναμε στο ναό κάπου μια ώρα, είτε είχε κρύο είτε όχι και άκουγα πάντα τις ίδιες στερεότυπες κουβέντες όπως «αμαρτία, ενοχή, σάρκα και αίμα, παράδεισος και κόλαση, αγάπη και αναθεματισμός…» Αισθανόμουν κάθε φορά να με χτυπάνε με μαστίγιο, όταν άρχιζε ο ιεροκήρυκας να λέει πάλι τα ίδια, με τις ίδιες λέξεις και με την ίδια βαρεμάρα για όλους μας.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους στο ναό, κυρίως ενήλικες μέχρι υπερήλικες, ακολουθούσαν σαν άβουλα τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ κάποια ανιαρή χορογραφία: όρθιοι, καθιστοί, γονατιστοί, σταυροκόπημα, όρθιοι κ.ο.κ. Παράλληλα διαβάζονταν με μονότονο ύφος, βιαστικά και βαρετά, κάποια κατεβατά από «ιερά κείμενα», τα οποία από ελάχιστοι μέχρι κανείς δεν καταλάβαινε…

Από την παιδική ηλικία συνδύαζα την εκκλησιαστική λειτουργία με βαρεμάρα, κρύο, και θλιμμένο ύφος. Αν και είμαι ευδιάθετος άνθρωπος ο ίδιος, δεν μπόρεσα ποτέ να διαπιστώσω μέσα στο ναό κάποια εκδήλωση χιούμορ και χαράς.

Ευτυχώς, γονείς και παππούδες ποτέ δεν με πίεσαν να συμμετάσχω σε θρησκευτικές δραστηριότητες και θεωρούσα όλες αυτές τις εκδηλώσεις κάτι που ενδιέφερε άλλους, όχι εμάς. Για να μην αποκοπώ όμως από τα υπόλοιπα παιδιά, έλεγαν οι γονείς μου, έπρεπε να συμμετέχω σε όλες τις εκδηλώσεις. Έτσι κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι ήμουν δηλωμένος ως καθολικός.

Με την ίδια αντίληψη πήγα και στο κατηχητικό και κάποτε έπρεπε να κοινωνήσω, προϋπόθεση του οποίου ήταν να εξομολογηθώ. Έπρεπε να ομολογήσουμε τις σοβαρές «αμαρτίες» που έχουμε κάνει και, για να βοηθηθεί η μνήμη μας, μας έδωσε ο ιερέας ένα τετράδιο με όλες τις πιθανές «αμαρτίες». Αυτό το τετράδιο το κράτησα και το βρήκα πάλι πρόσφατα ανάμεσα στα πράγματά μου. Είχα σημειώσει σ' αυτό ποιες «σοβαρές αμαρτίες» θα παραδεχτώ:

• Θυμός
• Τεμπελιά
• Απροσεξία
• Χωρίς αυτοέλεγχο
• Σπατάλη χαρτζιλικιού
• Βαριόμουν να προσευχηθώ
• Σκεφτόμουν άσεμνα πράγματα
• Έχανα λειτουργίες χωρίς σοβαρό λόγο
• Χρησιμοποιούσα ιερά ονόματα απερίσκεπτα

Ο ιερέας διάβασε δήθεν εμβριθώς όλα αυτά που παραδέχτηκα και προσπάθησε να μου δημιουργήσει ενοχές, πράγμα που σίγουρα δεν πέτυχε, γιατί ακόμα και τώρα σκέφτομαι με ευχαρίστηση «άσεμνα» πράγματα… Για τα υπόλοιπα ούτε λόγος…

Στον τοίχο του σχολικών τάξεων της Βαυαρίας βρίσκονται πάντα σταυροί με τον Ιησού επάνω και κάποτε θεώρησα σκόπιμο να ρωτήσω τον δάσκαλο, γιατί πρέπει να βλέπουμε κάθε μέρα φονικά όργανα μπροστά μας και όχι κάτι που μας κάνει να αγαπάμε. Αποτέλεσμα ήταν να αντιδράσει εξοργισμένος ο δάσκαλος και να μου ζητήσει να συμπεριφέρομαι κόσμια και να μην ενοχλώ τους συμμαθητές μου που θέλουν να μορφωθούν. Ακολούθησα αυτή τη συμβουλή του δάσκαλου και έκτοτε διάβαζα άλλα μαθήματα ή, καμιά φορά, πέταγα μπαλίτσες από χαρτί στους συμμαθητές μου, οι οποίοι απαντούσαν με αντίστοιχα βλήματα.

Συνολικά παρακολούθησα 13 χρόνια το μάθημα των θρησκευτικών (σημείωση: στη Γερμανία παίρνουν απολυτήριο Λυκείου στα 19, ένα χρόνο παραπάνω απ’ ότι στην Ελλάδα), το οποίο θεωρώ μια σημαντική σπατάλη χρόνου ή έστω υπερβολικό χρόνο ψυχαγωγίας. Θα προτιμούσα να διαβάζαμε στον ίδιο αυτό χρόνο λογοτεχνία ή να συζητάμε για μουσική, αντί να πετάμε στην τάξη χαρτομπαλάκια και να ακούμε από το δάσκαλο παραμύθια…

Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω, πάνω από 15 χρόνια αφότου τελείωσα το Λύκειο, ότι σε ένα θρησκευτικά ουδέτερο κράτος παρακολουθούμε μάθημα για την καθολική θρησκεία, το οποίο πληρώνει το κράτος, δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι!

Αφού τελείωσα το σχολείο, μόνο σποραδικά βρέθηκα πάλι σε ναούς, κανένα γάμο ή κάποια κηδεία. Στους γάμους σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να υπάρχει λίγο κέφι και χαρά, αλλά πάλι γινόταν εκεί λόγος για αμαρτία, θυσία, θάνατο κτλ., τα οποία δεν ενδιέφεραν κανέναν εκεί μέσα. Θα έλεγα ότι και στους γάμους δημιουργούσαν οι κληρικοί μιαν ατμόσφαιρα κηδείας.

Όταν κάποτε βρέθηκα σε κηδεία για ένα θάνατο που με είχε συγκινήσει πολύ, της αγαπημένης μου γιαγιάς, άκουγα τον παπά να συναρμολογεί και εκσφενδονίζει έτοιμες φράσεις και να μιλάει για τη γιαγιά μου με έναν τελείως επαγγελματικό και αδιάφορο τρόπο! Εκτός από τη ζωή της, εκεί μέσα έχασε η γιαγιά μου και την αξιοπρέπειά της…

Όταν άρχισα να δουλεύω και ρωτήθηκα από το γραφείο προσωπικού, σε ποιο θρήσκευμα ανήκω, ώστε να παρακρατηθεί ο αντίστοιχος εκκλησιαστικός φόρος, ζήτησα μια μικρή αναβολή και πήγα στο Πρωτοδικείο για να διαγραφώ από τα εκκλησιαστικά κατάστιχα. Έτσι δεν έβγαλαν από μένα ούτε μία δεκάρα!

Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, είχα για το χριστιανισμό και τις υπόλοιπες θρησκείες πάντα μια αποστασιοποίηση. Από μικρός έκανα για όλα τα πράγματα δικές μου σκέψεις και πάντα «συζητούσα» τα ζητήματα με τη συνείδησή μου, τη φωνή που μου δημιούργησε η παιδεία μου – όση διέθετα κάθε φορά. Νομίζω ότι τα πήγα καλά μέχρι τώρα.

Να υπακούω στις οδηγίες ενός αυταρχικού μηχανισμού και τις προσπάθειες κάθε μορφής που γίνονταν για να υποταχθώ σ’ αυτόν, ήταν για μένα πάντα εκτός συζητήσεως. Ήδη από μικρός θεωρούσα ότι δεν αρκεί να είμαστε ιδιοκτήτες εγκεφάλου αλλά πρέπει να γίνουμε και χρήστες του ίδιου οργάνου. Η υποταγή σε ένα μηχανισμό, όπως ο εκκλησιαστικός θα ήταν, γι’ αυτό το λόγο, τελείως ξεφτιλιστική ενέργεια.

Τόσο λόγω των περισσότερων γνώσεων που κατέχω τώρα, όσο και με τα γεγονότα που εξελίχθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία με τις φονταμενταλιστικές θρησκευτικές κινήσεις, όχι μόνο των ισλαμιστών, αλλά και των χριστιανών, ιδίως στην Αμερική, θεωρώ ότι πρέπει να πάψει αυτός ο έλεγχος των ανθρώπων από τους θρησκευτικούς μηχανισμούς και να αποτραπεί κάθε επιρροή τους στην εκπαίδευση.

Έχω συνειδητοποιήσει πόσο κακό έφεραν στις κοινωνίες οι θρησκείες -και στην περίπτωσή μας ο χριστιανισμός- όχι μόνο με τους θρησκευτικούς πολέμους, τις σταυροφορίες, τα συστηματικά βασανιστήρια, το κυνήγι «μαγισσών» και «αιρετικών» και οι συναφείς εγκληματικές ενέργειες, τη διατήρηση δούλων σε εκκλησιαστικούς και κοσμικούς φορείς, αλλά επίσης σε μεγάλο βαθμό με την εχθρότητα απέναντι στο ανθρώπινο σώμα, την απόρριψη κάθε απόλαυσης, τις ανοησίες με τη ζωή «μετά θάνατον» κ.ά. Όλα αυτά έχουν ως στόχο να απομακρύνουν οι θρησκείες τους ανθρώπους από την ευχαρίστηση που μας δίνει η πραγματική ζωή.

Δεν μπορώ να αναφέρω κάποιο συγκεκριμένο συνταρακτικό γεγονός που με απομάκρυνε από τη θρησκεία και την πίστη! Κάποιος που δεν ανέβηκε ποτέ στο λεωφορείο, δεν μπορεί να περιγράψει πότε έγινε και πώς είναι η αποβίβαση από αυτό…

Τελικά αναλογίζομαι σε ποιο θεό μου ζητούσαν να πιστέψω και σε ποιον πιστεύουν όλοι αυτοί οι «πιστοί», αφού διαπιστώνουν καθημερινά πόση φτώχια, πείνα, πολέμους και τρομοκρατία εμφανίζονται στον κόσμο. Να λατρεύω ένα θεό που τα αποδέχεται αυτά, άρα είναι κακόβουλος ή αδιάφορος; Να λατρεύω ένα θεό που δεν τα έχει πληροφορηθεί, άρα είναι περιορισμένης αντίληψης; Να λατρεύω ένα θεό που τα ξέρει μεν και θα ήθελε να τα αποτρέψει, αλλά δεν μπορεί; Πρέπει να είναι ανίκανος αυτός ο θεός που «δημιούργησε» μεν κάτι, αλλά έχασε τον έλεγχό του…

Η ερώτηση «αφού δεν έχετε κάποιον θεό, τι έχετε τότε;» είναι λαθεμένη! Θα νόμιζε κάποιος αμέτοχος ότι υπάρχει σε μένα κάποιο έλλειμμα ή κάποια «τρύπα» που πρέπει να κλείσει. Ποτέ δεν αισθάνθηκα κάποιο κενό και θεωρώ ότι η θρησκεία είναι ένα περιττό σπυράκι ή, μάλλον, ένα καρκίνωμα! Όποιος αφαιρεί με εγχείριση το καρκίνωμα, δεν πιστεύει ότι του λείπει κάτι!