04 July 2010

Ήμουν κι εγώ εκεί!

Η μεγάλη απόβαση στον Μαραθώνα

(Μαρία Θερμού, ΒΗΜΑ, 27/6/2010)

Αγριομάραθα παντού και κάπαρη ανθισμένη, σε μια γη που, αν και τέλη Ιουνίου, παραμένει καταπράσινη. Ολόγυρα, τα χαμηλά βουνά κλείνουν τη μικρή πεδιάδα αφήνοντας διέξοδο μόνο προς τη μεριά της θάλασσας. Δεν τη βλέπεις, νιώθεις την ανάσα της να φθάνει από μακριά. «Εδώ λοιπόν;». «Εδώ!». Στον Τύμβο του Μαραθώνα, μία καθημερινή ημέρα, τίποτε δεν διαταράσσει την ηρεμία του τόπου. Ο αρχαιολόγος κ. Γιώργος Σταϊνχάουερ, επί πολλά έτη έφορος της περιοχής, την οποία έχει περπατήσει σπιθαμή προς σπιθαμή, δείχνει τον κάμπο, που εκτείνεται ανάμεσα στα βουνά, Αγριελίκι και το Κοτρώνι από τη μία μεριά και τη θάλασσα από την άλλη.

Από ένα στενό και δύσβατο μονοπάτι ανάμεσά τους φαίνεται ότι κατέβηκαν οι Αθηναίοι, επιλέγοντας δηλαδή τον δυσκολότερο αλλά ταχύτερο δρόμο ως τον Μαραθώνα, μόλις έλαβαν την είδηση ότι έφθασε ο τρομερός στρατός των Περσών. Από τον Διόνυσο κατεβήκαμε και εμείς σε αναζήτηση του πεδίου της μάχης, παίρνοντας τον δρόμο με τις πολλές στροφές αλλά και την πανοραμική θέα του κόλπου και της Εύβοιας απέναντι. Από εκεί ήλθαν οι Πέρσες, αφού είχαν καταστρέψει πρώτα την Ερέτρια.

Μαραθώνας, 2.500 χρόνια πριν. Σεπτέμβριος του 490 π.Χ. ήταν -16η του μήνα Βοηδρομιώνος- όταν έλαβε χώρα η μάχη που έμελλε να προσδιορίσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την πορεία της αρχαίας ιστορίας. Δεν είχαν επιλέξει οι Αθηναίοι τον τόπο· οι Πέρσες είχαν τον πρώτο λόγο, αυτοί αποβιβάστηκαν και στρατοπέδευσαν σε αυτή την άκρη της Αττικής. Μια τρομακτική απειλή μπροστά στην πόρτα της Αθήνας και μια πρόκληση μαζί.

Αλλά έχουν περάσει αιώνες πολλοί από τότε. Η κλαγγή των όπλων, ο ήχος των αυλών και οι ιαχές της μάχης, τα προστάγματα των στρατηγών και οι φωνές των πολεμιστών που μάχονταν σώμα με σώμα, οι κραυγές πόνου και αγωνίας, όλα αυτά έχουν χαθεί. Καταμεσής στον κάμπο με τα μποστάνια τριγύρω, τα σύγχρονα υδρευτικά συστήματα και τα γεωργικά μηχανήματα, την άναρχη δόμηση και τον λαβύρινθο των χωματόδρομων που ποτέ δεν ξέρεις πού οδηγούν, αλλά και τη μεγάλη λεωφόρο που τον τέμνει από άκρη σε άκρη, κάθε ιδέα ηρωισμού μοιάζει αταίριαστη.

Η μνήμη

Ελάχιστα είναι τα μνημεία της μάχης που θα δει σήμερα ο επισκέπτης, γι΄ αυτό περισσότερες πληροφορίες θα πάρει στο μουσείο: Είναι ο Τύμβος και το Τρόπαιο των Αθηναίων, σε μεγάλη απόσταση μάλιστα μεταξύ τους. Τίποτε άλλο δεν θυμίζει την πρώτη στην ιστορία απόβαση στρατεύματος σε ξένη γη και τη νικηφόρα απόκρουσή του. Ή μήπως όχι; «Ανά πάσαν νυκτί και ίππων χρεμετιζόντων και ανδρών μαχομένων έστι αίσθεσθαι» γράφει ο Παυσανίας για τις μνήμες και τους ήχους που ανασύρονται από τον χρόνο.

Αν οι άνθρωποι λοιπόν φτιάχνουν τη μνήμη και όχι οι τόποι, ο Μαραθώνας δεν μπορεί να νοηθεί απλώς ως τουριστικό ή αρχαιολογικό αξιοθέατο. Επειδή είναι κάτι πέρα από αυτά. Είναι ο ιδεατός τόπος που σηματοδοτεί την επιστροφή στην ουσία των πραγμάτων, το προσκύνημα στο παρελθόν και τη δέσμευση για το μέλλον. Μία αναμέτρηση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό, τον οποίο καλείται να υπερβεί, όπως οι Μαραθωνομάχοι.

Οι ταραξίες

Η παραδειγματική τιμωρία της Αθήνας και της Ερέτριας, επειδή είχαν σπεύσει σε βοήθεια των Ιώνων επαναστατών εναντίον των Περσών ήταν ο στόχος αυτής της εκστρατείας αποκατάστασης του κύρους του Μεγάλου Βασιλέα. «Δέσποτα, μέμνεο των Αθηναίων», θύμιζε άλλωστε στον Δαρείο σε κάθε γεύμα του ένας δούλος.

«Η Αθήνα, ακόμη και η Σπάρτη με τη φοβερή στρατιωτική φήμη δεν ήταν για αυτόν τίποτε άλλο παρά κάποιοι ταραξίες τής απέναντι πλευράς του Αιγαίου, οι οποίοι επιπλέον βρίσκονταν διαρκώς σε αντιπαλότητα μεταξύ τους» λέει ο κ. Σταϊνχάουερ, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των βιβλίων «Ο Μαραθών και το Αρχαιολογικό Μουσείο» (Ίδρυμα Λάτση), «Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα» και «Ιστορική γεωγραφία του αρχαίου κόσμου» (εκδόσεις Παπαδήμα).

Οι αντίπαλοι

Στην πραγματικότητα ωστόσο επρόκειτο για τη σύγκρουση δύο μεγάλων πολιτισμών. Αντίπαλοι ήταν από τη μία μεριά η απέραντη περσική αυτοκρατορία που, υπό τη βασιλεία του Δαρείου, είχε κατακτήσει όλη την Ανατολή, και στην άλλη άκρη η κατακερματισμένη, κατά το σύνηθες, Ελλάδα, σαφώς ανέτοιμη για τέτοιες συγκρούσεις, με τη δύναμή της όμως να εντοπίζεται στο υψηλό περί ελευθερίας φρόνημα των πολιτών της.

Η απόφαση των Σπαρτιατών να ανταποκριθούν στο κάλεσμα των Αθηναίων για βοήθεια μετά την πανσέληνο, θα άφηνε μάλιστα τους δεύτερους μόνους απέναντι στον τρομερό εχθρό. Από τη θέση αυτή όμως θα θεμελίωναν τη μελλοντική τους δόξα και τον ηγεμονικό τους ρόλο στον ελληνικό κόσμο. Επιπλέον παρά τις εσωτερικές διαμάχες τους, εκείνη την ώρα βρέθηκαν να πολεμούν δίπλα-δίπλα όλοι εκείνοι που θα οικοδομούσαν το μεγαλείο της Αθήνας, πνευματικό και πολιτικό: Ένας μεγάλος στρατηγός, ο Μιλτιάδης πρώτα-πρώτα, μετά ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Αισχύλος, ο Καλλίμαχος, αλλά και ο ήρωας αγρότης Εχετλαίος, ο Επίζηλος και ο Κυναίγειρος.

Οι αριθμοί

Με το αυτοκίνητο διασχίζουμε εμείς την απόσταση των 1.500 μέτρων που χώριζε, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, τους δύο στρατούς. Οι Αθηναίοι, λέει, διένυσαν όλη αυτή την απόσταση τρέχοντας, πράγμα αδύνατον όμως, όπως διευκρινίζει ο κ. Σταϊνχάουερ, αν σκεφτεί κανείς τον βαρύ οπλισμό τους: Ασπίδα, περικεφαλαία, δόρυ, σπαθί, περικνημίδες.

Μυθικά νούμερα αναφέρονται εξάλλου όσον αφορά τους Πέρσες. Για μυριάδες πολεμιστές θα μιλούσε αργότερα η αθηναϊκή προπαγάνδα, αλλά για τους σύγχρονους ιστορικούς, η αλήθεια δεν είναι τόσο εντυπωσιακή. Ο περσικός στρατός υπολογίζεται συνήθως περί τις 25.000,

αν και οι πλέον σύγχρονες θεωρίες τον ορίζουν γύρω στις 12.500 και τα πλοία αντίστοιχα σε 300 αντί των 600 που αναφέρει ο Ηρόδοτος.

Όσο για τους Αθηναίους, το νούμερο των 9.000 ίσως είναι πιθανό (1.000 ανά φυλή), ενώ σε αυτούς προστέθηκαν και 1.000 Πλαταιείς. Μόνο 192 βρήκαν τον θάνατο από τους Έλληνες, αλλά στους 6.400 ανεβάζει τις περσικές απώλειες ο Ηρόδοτος, δίνοντας και πάλι έναν εξωπραγματικό αριθμό.


Το πεδίο

Το σκηνικό της μάχης ορίζεται από όλους τους ιστορικούς στην έκταση ανάμεσα στη Βαλαρία, στον Βρανά και στο Πλάσι, νότια του Χάραδρου ποταμού. Εκεί παρατάχθηκαν οι αντίπαλοι και απέναντι στο ποικιλόχρωμο και θορυβώδες βαρβαρικό πλήθος, η συμπαγής και σιωπηλή αθηναϊκή φάλαγγα θα πρέπει να έμοιαζε από μακριά σαν ένα μπρούτζινο τείχος που άστραφτε στον ήλιο.

Δύο σημεία μέσα στον κάμπο, τα οποία αναφέρει ο Παυσανίας, το μαρμάρινο Τρόπαιο των Αθηναίων και ένα χαντάκι όπου οι νικητές έθαψαν πρόχειρα τα σώματα των Περσών, οριοθετούν τη θέση της κρίσιμης καμπής (τροπής) της μάχης και της καταστροφής των εχθρών.

Από τη λεωφόρο Μαραθώνος μια ταμπέλα μάς οδηγεί δεξιά και το αυτοκίνητο σταματά δίπλα σε ένα χωραφάκι φυτεμένο με κουνουπίδια, στο προαύλιο σχεδόν της μικρής εκκλησίας της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας. Τίποτε δεν προδίδει ότι εδώ έγινε η πιο άγρια μάχη. Και όμως.

«Όλα συνηγορούν ότι η κορύφωση της μάχης έγινε κοντά στο πλούσιο περσικό στρατόπεδο του Δάτη, το οποίο βρισκόταν εδώ, κοντά στο αγκυροβόλιο» λέει ο κ. Σταϊνχάουερ καθώς προσπαθούμε να διασχίσουμε τον γεμάτο ψηλά αγριόχορτα χώρο. «Το Τρόπαιο ήταν φυσικό να στηθεί στο σημείο όπου έλαβε χώρα το τελευταίο και πιο δραματικό επεισόδιο της μάχης» προσθέτει.

Μακάριοι

Συνεχίζοντας το οδοιπορικό στον αρχαίο Μαραθώνα, ο δρόμος οδηγεί προς το Μεγάλο Έλος, όπου πολλοί Πέρσες σφαγιάστηκαν ή πνίγηκαν κατά την υποχώρησή τους. Στη σύγχρονη διαδρομή η «συνάντηση» με τη Μακαρία πηγή, η οποία και σήμερα τροφοδοτεί το έλος, είναι μια απογοήτευση: κάποια ημιερειπωμένα κτίσματα μέσα στην άναρχη βλάστηση.

Η μεγάλη και υπήνεμη ακτή του Σχινιά θεωρείται το πιθανότερο σημείο απόβασης των Περσών, καθώς η μακρόστενη πευκόφυτη νησίδα απομονώνει το Μεγάλο Έλος από τη θάλασσα. Άγνωστο είναι πάντως αν αυτή η θεωρία πηγάζει από το γεγονός ότι πρόκειται για την ωραιότερη φυσική παραλία της Αττικής, πολύ για τούτο κακοπαθημένη από αυθαίρετες κατασκευές. Το ολυμπιακό κωπηλατήριο στο βάθος, για το οποίο μία άλλη, σύγχρονη μάχη είχε δοθεί πριν από μερικά χρόνια, ενοχλεί εν τέλει λιγότερο.

«Ξέρετε πού έγινε η μάχη;». «Παντού. Σ΄ όλο τον Μαραθώνα» απαντά με σιγουριά η ηλικιωμένη γυναίκα που έχει απλώσει τα τελάρα με τις τομάτες της στη σκιά του πλάτανου. Δίκιο έχει. Οι μεγάλες ιδέες δεν περιορίζονται, ταξιδεύουν.

Ο μαραθωνοδρόμος

Ένας δρομέας δεν θα μπορούσε να διανύσει την απόσταση από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα σε λιγότερο από τρεις ώρες, πολύ περισσότερο μάλιστα αν είχε μόλις βγει από μια τρομερή μάχη. Εξάλλου δεν έλειπαν οι ιππείς ούτε οι τρόποι μετάδοσης μιας είδησης με πυρές. Ο αγγελιαφόρος όμως της μεγάλης νίκης, που κατά την παράδοση άφησε την τελευταία του πνοή μπροστά στο Πρυτανείο της Αθήνας με την κραυγή «Νενικήκαμεν»,δεν ήταν ένας απλός δρομέας. Ήταν ήδη ένας ήρωας μαραθωνομάχος.


Ο πρώτος που αναφέρεται στην ύπαρξή του ήταν ο Ηρακλείδης Ποντικός (4ος αι. π.Χ.).Τον ονομάζει Θέρσιππο και λέει ότι προερχόταν από τον δήμο της Ερχιάς (Σπάτα).Ο Λουκιανός όμως τον αποκαλεί Φιλιππίδη, συγχέοντάς τον με τον Φειδιππίδη, τον αγγελιαφόρο που είχε σταλεί στη Σπάρτη πριν από τη μάχη. Πρόκειται λοιπόν για μια φανταστική ιστορία; Αδιάφορο. Ζητούμενο είναι το ανθρώπινο μεγαλείο που ήθελε να δείξει αυτή η πράξη: την ικανότητα του ανθρώπου να ξεπερνά τους περιορισμούς των υλικών εμποδίων και τα όρια των δυνατοτήτων και των αντοχών του. 



Η εκδίκηση του Δαρείου

Στους «Πέρσες» του Αισχύλου οι ηττημένοι καταριούνται«τας στυγνάς Αθήνας» ενθυμούμενοι με οδύνη τον «πολύν και καλόν στρατόν» που χάθηκε στον Μαραθώνα. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι πολύ λίγο αληθές. Όπως άλλες μάχες στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, η μάχη της Σαλαμίνας και η μάχη των Πλαταιών υπήρξαν αποφασιστικότερες για το μέλλον του ελληνικού και κατά συνέπεια του δυτικού πολιτισμού, έτσι και για τους Πέρσες η ήττα στον Μαραθώνα δεν ήταν η σημαντικότερη. 

Ήταν αρκετή όμως, από την άλλη, ώστε ο Μεγάλος Βασιλιάς, που δεν μπορούσε να ανεχθεί την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του, να αποφασίσει έκτοτε ότι πρέπει να καταλάβει την Ελλάδα.(Δεν είναι τυχαίο που οι Σπαρτιάτες κατηγόρησαν τους Αθηναίους ότι προκάλεσαν τους Πέρσες για τη μεγάλη επίθεση εναντίον των Ελλήνων.)