12 November 2009

Ελάχιστη η γενετική διαφοροποίηση

(www.kathimerini.gr με πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ, 11/11/2009)

Σε μια απλή διαφορά δύο μορίων σε ένα γονίδιο που είναι κατά τα άλλα ίδιο στον άνθρωπο και τον χιμπαντζή δείχνει να οφείλεται η ικανότητα ομιλίας του ανθρώπου, δείχνει έρευνα, η οποία δημοσιεύεται σήμερα στην επιθεώρηση Nature.

Τα μόρια αυτά, αμινοξέα, αποτελούν τη βάση του σχηματισμού πρωτεϊνών. Η πρωτεΐνη του γονιδίου που μελετήθηκε (FOXP2), το οποίο ελέγχει μια ομάδα άλλων γονιδίων που συνδέονται με την ομιλία, αποτελείται από πολλές εκατοντάδες αμινοξέα, εκ των οποίων μόνον δύο διαφέρουν στον άνθρωπο και τον χιμπατζή.

«Εντοπίσαμε γονίδια, οι δράσεις των οποίων διαφέρουν σε συνάρτηση με τη μετάλλαξη των δύο αυτών αμινοξέων, συμπεριλαμβανομένων μερικών γονιδίων η λειτουργία των οποίων είναι βασική στο κεντρικό νευρικό σύστημα», σημειώνουν οι ερευνητές. Προηγούμενες έρευνες για την εξέλιξη μιλούσαν ήδη για παραλλαγή αυτού του γονιδίου ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χιμπαντζή λόγω των δύο αυτών αμινοξέων και για τον πιθανό αντίκτυπο της διαφοράς αυτής στην ικανότητα ομιλίας.

«Η έρευνά μας έδειξε πειραματικά αυτήν τη διαφορά», διευκρινίζει ο Ντάνιελ Γκέσουϊντ, του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA), ο οποίος είναι ένας από τους συντάκτες της έρευνας. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν για την έρευνα αυτή ιστούς από ανθρώπινους εγκεφάλους και εγκεφάλους χιμπαντζήδων, όπως και καλλιέργειες κυττάρων, για να συγκρίνουν την επίδραση που έχουν στον άνθρωπο και στον πίθηκο οι παραλλαγές του γονιδίου FOXP2 σε ομάδα γονιδίων που ευθύνονται για την ομιλία. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι το FOXP2 του χιμπαντζή έχει διαφορετικές επιδράσεις από αυτές που έχει το FOXP2 του ανθρώπου.

«Αποτυπώνοντας τα γονίδια που επηρεάζονται από το FOXP2, εντοπίσαμε ένα σύνολο νέων εργαλείων για να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ελεγχθεί η ανθρώπινη ομιλία σε μοριακό επίπεδο», σημειώνει η Ζενεβιέβ Κονόπκα, επίσης συντάκτρια της έρευνας, σε ανακοίνωση του UCLA.

Μοριακές διαδικασίες θα μπορούσαν επίσης να επιτρέψουν σε περιπτώσεις αυτισμού ή σχιζοφρένειας «να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι παθολογίες αυτές επηρεάζουν την ικανότητα του εγκεφάλου να χρησιμοποιήσει την ομιλία», προσθέτει η ίδια.

Ο ρόλος που διαδραματίζουν τα δύο αυτά μόρια ανοίγει επίσης νέους δρόμους στην έρευνα όσον αφορά την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. «Δεν γνωρίζουμε πότε παρουσιάστηκε η μετάλλαξη των δύο αυτών αμινοξέων», εξηγεί ο Γκέσουϊντ.

Ο άνθρωπος και ο χιμπαντζής φέρεται ότι χωρίστηκαν πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια, αλλά οι παλαιοντολόγοι-ανθρωπολόγοι τοποθετούν την εμφάνιση της ανθρώπινης ομιλίας στα τουλάχιστον 100.000 χρόνια, ίσως 70.000 χρόνια. «Γι'αυτό θα είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τί συνέβη με τον άνθρωπο του Νεάντερταλ», η διαφορά του οποίου με τον πρόγονό του Χόμο Σάπιενς είναι πιο πρόσφατη, προσθέτει ο Γκέσουϊντ.

Όμως εκτός από τον εγκέφαλο, η ανάπτυξη της ανθρώπινης ομιλίας οφείλεται επίσης σε μορφολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία τον ξεχωρίζουν από τους χιμπαντζήδες. «Δεν γνωρίζουμε τί θα συνέβαινε αν βάζαμε έναν ανθρώπινο εγκέφαλο σε έναν χιμπαντζή --θα μπορούσε να μιλήσει; Η πλειοψηφία των ανθρώπων πιστεύουν πως όχι, γιατί στον άνθρωπο η γλώσσα, η άνω αναπνευστική οδός και ο ουρανίσκος προσφέρουν μια δομή που είναι πολύ πιο προσαρμοσμένη στην ομιλία», καταλήγει ο Γκέσουϊντ.