11 January 2009

Η βιολονίστρια Julia Fischer

Η Julia Fischer είναι, σε ηλικία 25 ετών, βιρτουόζα βιολονίστρια και καθηγήτρια στη Μουσική Ακαδημία της Φραγκφούρτης. Εδώ μερικά αποσπάσματα από πρόσφατη συνέντευξή της στην εφημερίδα Frankfurter Rundschau (F.R.):

F.R.: Κυρία Fischer, είστε μερικές φορές δυσαρεστημένη με το παίξιμό σας στο βιολί;

Fischer: Φυσικά!

F.R.: Επειδή αποτυγχάνετε μερικές φορές;

Fischer: Αυτό ακούγεται πολύ αρνητικά. Ασκώ αυτοκριτική, αυτή θα ήταν η καλύτερη διατύπωση. Μετά από κάθε κοντσέρτο αναλύω, σε ποια σημεία πρέπει να δουλέψω ακόμα, τι μου άρεσε, τι με δυσαρέστησε…

F.R.: Μερικοί αμφιβάλλουν πολύ και έντονα. Ο πιανίστας Swjatoslaw Richter, για παράδειγμα, ήταν ένας αυτοβασανιζόμενος βιρτουόζος.

Fischer: Δεν είμαι έτσι εγώ, γι’ αυτό και με ευχαριστεί αυτό το μέρος της δουλειάς μου, η αυτοκριτική.

F.R.:Μπορεί κάποιος να το μάθει αυτό, να αυτοαξιολογείται δίκαια και εύστοχα;

Fischer: Ήδη από τα παιδικά μου χρόνια έμαθα το εξής: όταν θεωρούσα ένα δάσκαλο πολύ αυστηρό, θεωρούσα ότι έκανα κάποιο λάθος. Επειδή αυτό σήμαινε ότι ο δάσκαλος είχε πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις από μένα, απ’ ότι εγώ από τον εαυτό μου. Τις υψηλότερες απαιτήσεις από τον εαυτό μου έπρεπε να τις έχω εγώ.

F.R.:Αρχίσατε να παίζετε βιολί σε ηλικία τριών ετών. Ποιος σας έμαθε αυτή την πρώιμη αυτοκριτική;

Fischer: Αυτή ήρθε λίγα χρόνια μετά. Με βοήθησαν πολύ η δεύτερη δασκάλα μου, η Lydia Debrowskaja και η μητέρα μου. Η Debrowskaja με άφηνε να παίξω ένα κομμάτι και μετά μου ζητούσε να κάνω σχόλια στο παίξιμό μου.

F.R.: Πόσων ετών ήσασταν τότε;

Fischer: Ήμουν 7. Δεν έδινα βέβαια καμιά σπουδαία απάντηση, αλλά έτσι έμαθα να ανακαλύπτω ήδη παίζοντας τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μου. Στη συνέχεια δουλεύαμε ακριβώς αυτά τα σημεία, ρυθμό, δυναμική, διαμόρφωση κτλ.

F.R.: Δεν οδηγεί αυτή η τακτική σε υπερβολική αυστηρότητα με τον εαυτό σας;

Fischer: Απολύτως! Η αμέσως επόμενη δασκάλα μου λειτουργούσε ακριβώς αντίθετα. Κατάλαβε σύντομα ότι ήμουν ακραία αυτοκριτική. Με επαινούσε ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν είχα παίξει καλά. Στην αρχή με παραξένευε, όταν έλεγε ότι έπαιξα καλά. Ήταν πολύ εποικοδομητικό για μένα.

F.R.: Πολλοί γονείς που αγαπούν την τέχνη θα ήθελαν να πετύχουν αυτό που πέτυχε με σας η μητέρα σας που είναι πιανίστρια.


Fischer: Ναι και από τη στιγμή που μου έκανε μάθημα στο πιάνο, έπαυε να είναι η μητέρα μου και ήταν δασκάλα. Ήταν πάντα σαφώς διαχωρισμένο, γιατί ήξερα τη μητέρα μου ως δασκάλα άλλων μαθητών. Με άφηνε να αυτοσχεδιάζω, π.χ. κάποτε φτιάχναμε με τον αδελφό μου που με περνάει 4 χρόνια, παραλλαγές στο γερμανικό εθνικό ύμνο (σημ.: μουσική του Haydn), κάτι που δεν είναι από εκπαιδευτικής πλευράς ιδιαίτερα εποικοδομητικό.

F.R.: Γιατί δεν είναι;

Fischer: Από τέτοιες προσπάθειες δεν προκύπτουν αξιολόγα αποτελέσματα.

F.R.: Χωρίς ελεύθερία στην εκτέλεση γίνεται ο οργανοπαίκτης δούλος των συνθετών έλεγε ο Swjatoslaw Richter.

Fischer: Κάτι είναι σωστό σ’ αυτή την τοποθέτηση. Όταν ήμουν 10 ετών επισκέφτηκα μαζί με τον αδελφό μου ένα τμήμα για μουσική δωματίου του Adrian Cox στην Ελβετία. Για τις αντιλήψεις του ήμασταν πολύ ακριβείς. Μας άφηνε λοιπόν για μια ώρα να αυτοσχεδιάζουμε, πράγμα που μας ευχαριστούσε πολύ. Δεν είναι σωστό να επιβάλλεις σε ένα παιδί αυστηρούς κανόνες, υπάρχουν πολλές εναλλακτικές δυνατότητες.

F.R.: Εφόσον κατέχει την απαραίτητη τεχνική.

Fischer: Εννοείται!

F.R.: Οι τεχνικές απαιτήσεις κάνουν την εκτέλεση κλασικής μουσικής μια μετρήσιμη τέχνη. Λέτε να οφείλεται σ’ αυτό που κάποιοι θεωρούν την κλασική μουσική άχαρη απασχόληση;

Fischer: Το κύριο πρόβλημα βρίσκεται αλλού! Εδώ και καιρό αναλύεται, πώς επιδρά η εκπαίδευση στην κλασική μουσική στο μυαλό ενός παιδιού. Π.χ. συγκρίνονται οι βαθμοί στα Μαθηματικά ανάμεσα σε παιδιά που διδάσκονται κλασική μουσική και σε άλλα χωρίς μουσική εκπαίδευση. Αυτές οι μετρήσεις με εκνευρίζουν. Όταν βρίσκομαι μπροστά σε μαθητές του σχολείου και τους ρωτάω, γιατί ασχολούμαστε με τη μουσική; Πάντα απαντάει, τουλάχιστον ένα παιδί, για να βελτιώνεται η συγκέντρωσή μας.

F.R.: Αρχίζουν νωρίς την προσπάθεια για να αποκτήσουν πλεονεκτήματα στον κοινωνικό ανταγωνισμό.

Fischer: Το εμβολιάζουν οι γονείς στα παιδιά τους και μετά εκπλήσσονται που τα παιδιά δεν απολαμβάνουν την κλασική μουσική. Δεν πάμε στο μάθημα πιάνου για να εξασκήσουμε το μυαλό μας, θα μπορούσαμε εξ ίσου καλά να λύνουμε μαθηματικά προβλήματα. Ένας άνθρωπος που έχει εκπαιδευτεί να είναι φιλότεχνος και δημιουργικός, με μουσική, ζωγραφική, λογοτεχνία, δεν θα είναι οπωσδήποτε καλύτερος γιατρός ή γενικός διευθυντής, αλλά ο εσωτερικός κόσμος του θα είναι πλουσιότερος.

F.R.: Γιατί δεν αναπτύσσεται στη Μέση Εκπαίδευση (σημ.: εννοεί στη Γερμανία) ιδιαίτερη αγάπη για την κλασική μουσική;

Fischer: Γιατί οι δάσκαλοι αντιμετωπίζουν το θέμα εσφαλμένα. Παθητικό μάθημα μουσικής, όπου οι μαθητές μόνο ακούν, είναι σαν να θέλεις να προκαλέσεις ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, χωρίς ο μαθητής να ξέρει να γράφει. Για να αντιληφθεί κάποιος τη συνθετότητα της κλασικής μουσικής πρέπει να παίζει ο ίδιος κάποιο όργανο.

F.R.: Αυτό ακούγεται όμως ελιτίστικο. Με αντίστροφη λογική μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, όποιος δεν παίζει μουσικό όργανο, γι’ αυτόν παραμένει η κλασική μουσική ανεξερεύνητη.

Fischer: Η ενεργή ενασχόληση με τη μουσική αποτελεί την καλύτερη προϋπόθεση για να προσεγγίσει κάποιος τα έργα της κλασικής μουσικής. Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ απαιτητικό για τα σχολεία να προσφέρουν μουσική κατάρτιση σε μεμονωμένους μαθητές. Ίσως έπρεπε αυτό να αρχίζει πιο νωρίς, στο νηπιαγωγείο και να έχει κάθε παιδί την ευκαιρία να δοκιμάσει διάφορα μουσικά όργανα.

F.R.: Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί δεν παίζουν μουσικό όργανο.

Fischer: Τότε πρέπει να τραγουδάνε με τα παιδιά. Όχι τραλαλά, αλλά σε χορωδία.

F.R.: Μερικά παιδιά τραγουδάνε πολύ καλύτερα από άλλα. Επειδή προσπαθούν σήμερα οι εκπαιδευτικοί να απαλύνουν από τα παιδιά αισθήματα αποτυχίας, τα επαινούν διαρκώς. Αυτό θα ήταν δύσκολο, αν ένα παιδί είναι φάλτσο στη χορωδία.

Fischer: Αν το αντιμετωπίζουμε έτσι, τότε δεν θα έπρεπε να κάνουμε τίποτα, ούτε αθλητισμό. Τα παιδιά είναι περίεργα για τα πάντα που τους δίνεις στο χέρι, για όλα που μπορούν να εξερευνήσουν σε μια ομάδα. Εφόσον είναι δυνατόν να ξυπνήσει στο παιδί η ανάγκη για ένα μουσικό όργανο, για τραγούδι, για καλή μουσική, τότε μπορεί να υποστηριχθεί αυτό το παιδί. Χρειάζεται πάντα μια πειθαρχία, όπως χρειάζεται πειθαρχία για να μάθει 2 και 2 μας κάνουν 4 και όχι 3.

F.R.: Κυρία Fischer, εκτός από βιολονίστρια, είστε και ώριμη πιανίστρια. Ειδικά το πιάνο εξασφαλίζει στα αιδιά γρήγορες επιτυχίες στο σωστό ήχο, επειδή κάθε νότα βγαίνει έτσι κι αλλιώς σωστά. Αντίθετα με ότι συμβαίνει στο βιολί που γρατζουνάει στην αρχή αφόρητα. Πως αντιμετωπίσατε την πρώτη σωστή νότα στο βιολί σας;

Fischer: Την άκουσα πολύ ωραία. Τους πρώτους 3 μήνες έπαιζα με το ηλεκτρικό βιολί (σημ.: με ακουστικά) και μάθαινα το κράτημα του οργάνου και του δοξαριού. Κάθε μέρα 5 με 10 λεπτά. Μετά από αυτό το διάστημα ήμουν ευγνώμων που θα έπαιρνα επιτέλους ένα αληθινό βιολί στα χέρια μου. Ήμουν ευχαριστημένη για κάθε ήχο. Φύλαγα το βιολί μου σαν μωρό, δίπλα στο κρεβάτι μου.

F.R.: Έπρεπε κάθε τόσο να παίξετε μπροστά στους συμμαθητές σας βιολί;

Fischer: Μπα όχι, θεωρείτο επιδειξιομανία. Κάποτε ασκήθηκα με μια φίλη μου πιανίστρια σε ένα κλασικό κομμάτι για ένα σχολικό κοντσέρτο. Μετά την παράσταση, το μόνο που βρήκε ο δάσκαλος να πει ήταν, ότι κράτησε πολύ το κομμάτι.

F.R.: Έχετ αντιμετωπίσει συχνά τέτοια ασχετοσύνη;

Fischer: Ας το πούμε αλλιώς: για μερικούς δασκάλους είναι το οποιοδήποτε ταλέντο απορριπτέο. Δεν θέλουν να ξεχωρίζει κάποιος μαθητής. Αυτό το ονομάζω σχολικό κομμουνισμό. Όλοι ίδιοι και ίσοι, κανένας καλύτερος και κανένας χειρότερος.

F.R.: Οι μουσικές ακαδημίες παραπονιούνται για τις συνέπειες αυτής της αντίληψης. Γερμανοί μουσικοί έχουν πολύ λιγότερες προοπτικές από τους Ανατολικοευρωπαίους και τους Ασιάτες.

Fischer: Σωστό αυτό!

F.R.: Εσείς πόσους Γερμανούς ακροατές έχετε στην τάξη σας;

Fischer: Έχω όλους κι όλους 4, ο ένας είναι γερμανο-ιάπωνας, ο άλλος γερμανο-κινέζος και εμένα η μητέρα μου είναι από τη Σλοβακία.

F.R.: Ακούω από καθηγητές σε μουσικές ακαδημίες, πόσο προβληματικά παίζουν Γερμανοί οργανοπαίκτες, αλλά οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους βιρτουόζους.

Fischer: Δυστυχώς είναι σωστό αυτό! Αν έβαζα ένα όριο ποιότητας για τους μαθητές μου, δεν θα είχα Γερμανούς μαθητές στην τάξη μου!

F.R.: Ακούω επίσης ότι η αντοχή των Γερμανών οργανοπαικτών σε κριτική μειώνεται από γενιά σε γενιά.

Fischer: Αυτό δεν μπορώ να το κρίνω, είμαι μόνο 25 ετών. Να με ξαναρώτήσετε σε 2O χρόνια…



Julia Fischer: Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρατου W.A.Mozart, αριθμός 4, K.V. 218, τρίτο μέρος