12 October 2008

Προδοσία μιας οικογενειακής φιλίας, μέρος II

(>>> συνέχεια)



Για τις δύο οικογένειες άρχισε μια νέα ζωή. Οι γονείς και τα αδέλφια της Σουζάνας Άλμπρεχτ έγιναν επίκεντρο συζητήσεων σε συγγενείς, φίλους και συναδέλφους. Σε όλους τους δρόμους, όλους τους σταθμούς τραίνων και λεωφορείων, όλα τα αεροδρόμια υπήρχαν οι ανακοινώσεις της Αστυνομίας με τα καταζητούμενα πρόσωπα, μεγάλες φωτογραφίες και περιγραφές χαρακτηριστικών, πάνω αριστερά πρώτη η Σουζάνα.

Κεντρικό θέμα συζήτησης ήταν η αμέριστη εμπιστοσύνη που έδειξαν οι Πόντο στη Σουζάνα και η «προδοσία» με την οποία ανταπέδωσε αυτή. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει, για ποιο λόγο έκανε η «επαναστάτρια» αυτή την επαίσχυντη πράξη! Αλλά, εννοείται, κανείς δεν είχε αντιληφθεί ότι η Σουζάνα ήθελε να αναδειχθεί στον μικρόκοσμο της τρομοκρατικής οργάνωσης, ήθελε να πάψει να είναι η λοιδορούμενη κόρη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, ήθελε να ανήκει κάπου, όπου όμως δεν την συμπαθούσαν και μάλλον τη ζήλευαν!

Μια κατηγορία κατά του πατέρα και της οικογένειας Άλμπρεχτ που διατυπώθηκε από ανθρώπους της οικογένειας Πόντο και σχολιάστηκε εκτεταμένα από τον τύπο, ήταν ότι ήξεραν για τις δραστηριότητες της κόρης τους στις τρομοκρατικές ομάδες, αφού είχαν στείλει δικηγόρο του γραφείου να την υπερασπιστεί, όταν γίνονταν ανακρίσεις για τη συμμετοχή της Σουζάνας στην παραγωγή πλαστών ταυτοτήτων κτλ. Αν είχε πει ο πατέρας Άλπμρεχτ στο μετέπειτα θύμα Πόντο για τις σχέσεις της κόρης του με την τρομοκρατία, έγραψαν διάφοροι σχολιαστές, θα είχε λάβει τα μέτρα του ο τραπεζίτης, δεν θα την είχε δεχθεί καν στο σπίτι του.

Κατά περίεργο τρόπο και χωρίς καμιά λογική εξήγηση, 2-3 μέρες μετά την κηδεία του θύματος, γίνεται στην αυλή του σπιτιού των Πόντο μια έκρηξη αυτοσχέδιου μηχανισμού, παρά τη φύλαξη του χώρου από αστυνομικούς, οι οποίοι αναζητούσαν στοιχεία. Μετά απ' αυτό, η χήρα και τα δύο παιδιά, μία εβδομάδα μετά τη δολοφονία του συζύγου και πατέρα, εγκαταλείπουν τη Γερμανία και εγκαθίστανται στις ΗΠΑ. Επέστρεψαν στη Γερμανία μετά από μερικά χρόνια η σύζυγος και η κόρη, ο γιος παρέμεινε μόνιμα στις ΗΠΑ.

Η Σουζάνα αποτέλεσε ήδη από τη μέρα της δολοφονίας του Πόντο μεγάλο βάρος για την τρομοκρατική ομάδα, η οποία έπρεπε να κρύβεται, αλλά και να προσέχει την ανασφαλή συνεργάτιδα. Αυτή έκλαιγε διαρκώς, έμενε μέρες αμίλητη, σε αναφιλητά της διατύπωνε αυτοκατηγορίες για την ενέργειά της, τη βαρύτητα της οποίας μόλις τώρα φαίνεται να αντιλαμβανόταν.

Στην ιεραρχία της τρομοκρατικής ομάδας, όπου 1-2 ελέγχουν την κατάσταση και γνωρίζουν λεπτομέρειες και όλοι οι άλλοι πληροφορούνται την τελευταία στιγμή τον προγραμματισμό και συμμετέχουν στην εκτέλεση των σχεδίων, η Σουζάνα βρισκόταν στο κατώτατο σημείο. Οι σύντροφοι και συνένοχοί της ούτε για μια βόλτα μέχρι το περίπτερο δεν την άφηναν μόνη. Ήταν πλέον ένας παράγοντας κινδύνου γι’ αυτούς!


Φωτογραφίες καταζητούμενων μελών της RAF, πάνω αριστερά η Σουζάνα Άλμπρεχτ
Με πολλές προφυλάξεις, η ομάδα μετακινήθηκε και κρύφτηκε αρχικά στη Γαλλία, μετά στο Βέλγιο και κάποια στιγμή κατέληξε στην Υεμένη, σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης Παλαιστινίων. Αφού η Σουζάνα δεν έδειχνε διάθεση προσαρμογής και συνεργασίας, στάλθηκε μετά από λίγο καιρό αεροπορικά, μαζί με μερικούς άλλους συντρόφους που δεν ήθελαν να συνεχίσουν την τρομοκρατική δράση, στην (τότε) Ανατολική Γερμανία (DDR). Εκεί έζησε η μεγαλοαστή κόρη μερικά χρόνια κρυμμένη σε ένα στενό διαμέρισμα, με διαφορετικό όνομα και φανταστικό βιογραφικό. Δεν ήταν δυνατόν να ισχυριστεί, βέβαια, ότι καταγόταν από την Ανατ. Γερμανία, αφού η διάλεκτος που μίλαγε πρόδιδε ότι προερχόταν από τη βόρεια Γερμανία. Προσαρμόστηκε λίγο στη σαξονική διάλεκτο και δίδασκε σε σχολείο αγγλικά. Παντρεύτηκε έναν Ανατολικογερμανό Φυσικό και απέκτησαν ένα γιο, τον Felix.

Εννοείται, η Μυστική Αστυνομία StaSi της DDR ήξερε πολύ καλά περί τίνος πρόκειται. Ο σύζυγός της το αγνοούσε όμως τελείως, όπως αγνοούσε και το πραγματικό της όνομα. Αμφότεροι συνεργάζονταν όμως με την StaSi, δίνοντας πληροφορίες για τον επαγγελματικό τους περίγυρο.

Η ειδυλλιακή ζωή στη γκρίζα πραγματικότητα της DDR διακόπτεται ξαφνικά, όταν μια συνάδελφος της Σουζάνας που βρέθηκε για επίσκεψη στη Δυτ. Γερμανία, είδε τις αφίσες αναζήτησης της Αστυνομίας με φωτογραφία της καταζητούμενης και το πραγματικό της όνομα. Όταν επέστρεψε στη DDR, έριξε στο γραμματοκιβώτιο της Σουζάνας ένα ανώνυμο σημείωμα με το ερώτημα «Πώς μπορεί κάποιος να ζει ήρεμα με τέτοιο παρελθόν;» Η Σουζάνα συνέχισε να ζει με το παρελθόν της και να κάνει την ανίδεη.

Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τη συνένωση των δύο Γερμανιών, συλλαμβάνεται η Σουζάνα, μαζί με τους άλλους συντρόφους που κρύβονταν στην DDR και προφυλακίζεται. Ο σύζυγος έμαθε το παρελθόν της συζύγου του και τα περιστατικά που την έφεραν στην DDR, 1-2 μέρες πριν αυτή συλληφθεί. Ήξερε από τις εφημερίδες για το θέμα, όπως όλοι οι Γερμανοί, αλλά ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του ότι η πρώτη καταζητούμενη στην αφίσα της Αστυνομίας ήταν η γυναίκα του. Τραγική λεπτομέρεια: ο γιος τους έμαθε το πραγματικό όνομα και το παρελθόν της μητέρας του από την τηλεόραση, κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής, εν μέσω δασκάλων και συμμαθητών.

Με τη σύλληψή της έθεσε η Σούζη τον εαυτό της στη διάθεση των ανακριτικών αρχών. Έγινε η σημαντικότερη μάρτυρας, η οποία έδωσε πληροφορίες και εκτιμήσεις για τη δράση της RAF και πιθανές κρυψώνες, αυτοκίνητα, ψευδώνυμα, διαβατήρια, αλλαγές στην εμφάνιση, χρηματικά μέσα κτλ. παλαιών συντρόφων της. Μεταξύ άλλων αποκάλυψε ότι ο Πόντο δεν αμύνθηκε, πέφτοντας επάνω στον Κλαρ που κρατούσε το όπλο, οπότε αυτό εκπυρσοκρότησε. Αυτό είχαν ισχυριστεί η Μονχάουπτ και Κλάρ μετά τη σύλληψη και στη διάρκεια της δίκης τους. Αμφότεροι καταδικάστηκαν σε πολλές φορές ισόβια για διάφορες δολοφονίες. Η Μονχάουπτ αποφυλακίστηκε στα τέλη του 2007 μετά από 25-ετή φυλάκιση, ο Κλαρ είναι ακόμα φυλακισμένος.

Στις περιγραφές που έκανε στην Αστυνομία η Σουζάνα, ταύτιζε τη δομή και τις πρακτικές της RAF με τον σταλινικό συγκεντρωτισμό, όπου μια μικρή ομάδα αποφάσιζε και όλοι οι άλλοι έπρεπε να εκτελούν χωρίς αντίρρηση. Η μεταμελημένη ανταπέδιδε με τις καταθέσεις της εκδικητικά όλες τις ταπεινώσεις που της είχαν προσάψει οι παλιοί σύντροφοί της. Για κάθε χαρακτηρισμό της ως «γουρούνα» κατέδιδε και έναν παλιό σύντροφό της, μια γιάφκα, ένα αυτοκίνητο της RAF. Και φαίνεται ότι την είχαν φορτώσει με πάρα πολλά…

Το έτος 1991 καταδικάστηκε η Σουζάνα Άλμπρεχτ, μάλλον ήπια, σε 12 χρόνια φυλακή για τη δολοφονία του Πόντο και για την αποτυχημένη απόπειρα σε βάρος του αρχιστράτηγου του ΝΑΤΟ Alexander Haig. Αιτία αυτής της χαμηλής ποινής ήταν η «ειλικρινής μεταμέλεια» και η «αυθόρμητη συνεργασία της με τις αρχές».

Το 1996 αφέθηκε η καταδικασμένη πρόωρα ελεύθερη, αφού εξέτισε το μισό χρόνο της ποινής της. Από εκεί και μετά εγκαταστάθηκε με άλλο όνομα, ίσως και με κάποιες αλλαγές στην εμφάνισή της στη Βόρεια Γερμανία, Βρέμη, και εργάζεται έκτοτε ως δασκάλα. Συντηρητικοί δάσκαλοι, γονείς και πολιτικοί στη Γερμανία έκαναν διάφορες προσπάθειες να εκδιώξουν τη Σουζάνα από το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού «δεν ήταν δυνατόν μια τρομοκράτισσα της RAF να διδάσκει τα παιδιά». Η τοπική κυβέρνηση της Βρέμης, στης οποίας την αρμοδιότητα υπάγεται η εκπαίδευση, θεώρησε ότι δεν είναι ανάρμοστο να διδάσκει μια καταδικασμένη που δεν είχε δολοφονήσει ιδιοχείρως και η οποία έδειξε έμπρακτη μεταμέλεια.


Όσοι είδαν την Σουζάνα τα τελευταία χρόνια, εντωμεταξύ κοντά στα 6Ο, με γκρίζα μαλλιά, ψηλή και όπως πάντα με τις αδέξιες κινήσεις της εφηβικής ηλικίας, λένε ότι δεν θέλει να μιλάει καθόλου για το παρελθόν της, δεν έχει εμφανώς σχέσεις με τους γονείς και τα αδέλφια της και συγκατοικεί με μια φίλη της.

Το πιο πικρό σχόλιο διατύπωσε η κόρη του δολοφονημένου Πόντο, Corinna: «Οι τρομοκράτες γίνονται κάποια στιγμή πρώην τρομοκράτες, οι δολοφονημένοι μένουν όμως για πάντα νεκροί!»

(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)