13 October 2008

«Δεν θέλω τα βραβεία σας...»

Η βραδιά για την επίδοση των γερμανικών τηλεοπτικών βραβείων στις 10 Οκτωβρίου στην Κολωνία προβλεπόταν γιορταστική και γκλαμουράτη. Όλη η καλή κοινωνία της ευρύτερης περιοχής είχε πάρει θέση στο αμφιθέατρο για να συμμετάσχει στην επίδοση ενός τιμητικού τροπαίου.


Εκεί συνέβη κάτι τελείως απροσδόκητο: Ο τιμόμενος Marcel Reich-Ranicki (Ράιχ-Ρανίτσκι), ευρυμαθέστατος πάπας της λογοτεχνικής και μουσικής κριτικής στο γερμανόφωνο χώρο, ανέβηκε δύσκολα -με τα 88 χρόνια στην πλάτη- στη σκηνή κι από εκεί ανακοίνωσε πανηγυρικά: «Δεν αποδέχομαι αυτό το βραβείο, δεν ήξερα τί με περιμένει εδώ

Καθόταν ο παλαίμαχος κριτικός επί 3-4 ώρες στην πρώτη σειρά και έβλεπε ένα ευτελές πρόγραμμα με Καλομοίρα και άλλες μπουμπούκες... Σαν να είχαν καλέσει τον Ελύτη για επίδοση βραβείου και να βράβευαν προηγουμένως τον Πασχάλη και τον Φλωρινιώτη. «Τώρα που είδα τί έγινε εδώ, μπορώ να σας πω ότι πρόκειται για μια ηλιθιότητα! Είναι πολύ κακό για μένα που έπρεπε να ζήσω τέτοια πράγματα!» φώναξε ο Ρανίτσκι με υψωμένο το δάκτυλο. Κάπου ανάμεσα στους υποτιθέμενους καλλιτέχνες είχε παρουσιαστεί επί σκηνής και ο μάγειρας κάποιου καναλιού, κάτι σαν Γερμανός Μαμαλάκης, ο οποίος εξήγησε ζωντανά, πώς φτιάχνουμε γρήγορα φαγητό όταν ενσκύψουν απρόσκλητα επισκέπτες!

Οι αντιδράσεις για την άρνηση του Ρανίτσκι ήταν ανάμικτες, από κρυφά χαμόγελα και χειροκροτήματα, μέχρι ανοικτά στόματα και μάτια γεμάτα έκπληξη (βλέπε βίντεο στο τέλος!), μέχρι και έντονες αντιδράσεις δυσφορίας. Μερικοί θεώρησαν ότι πρόκειται για μια προμελετημένη και καλοστημένη κωμωδία, άλλοι ότι το επεισόδιο αποτέλεσε μια τεράστια επιτυχία της τηλεόρασης, η οποία έβγαλε -απρόβλεπτα- στη φόρα αυτά που συνήθως λέγονται και σχολιάζονται στις κοσμικές παρέες. Ο παρουσιαστής της εκδήλωσης και έμπειρος τηλεοπτικός παραγωγός, Thomas Gottschalk (Γκότσαλκ), έμεινε καταρχάς αμήχανος και άφωνος (φαίνεται και στη φωτογραφία). Λίγο πριν είχε διαβάσει ο ίδιος έναν καλογραμμένο ύμνο για τις ικανότητες και το δημιουργικό παρελθόν του τιμόμενου και τώρα τον είχε ακριβώς δίπλα του να του χαλάει την εκπομπή!

Όμως, το σφάλμα ήταν και δικό του γιατί, αντί να επιδώσουν το τιμητικό βραβείο στον Ρανίτσκι στα πρώτα 15-20 λεπτά της εκδήλωσης και, αφού αποχωρήσει ο τιμηθείς χειροκροτούμενος, να συνεχίσουν οι υπόλοιποι με τραλαλά και τραλαλό, άφησαν τον επιφανή διανοούμενο να παρακολουθεί ένα αφελές και χαμηλού επιπέδου πρόγραμμα (κάποιοι το χαρακτήρισαν «πρόγραμμα για κουφούς και τυφλούς σε υπόγειο τούνελ») και μετά τον βράβευσαν για την υπομονή του. Ο Ρανίτσκι αρνήθηκε πεισματάρικα κάθε βραβείο.

Θα μπορούσε να μας το είχε πει νωρίτερα, σχολίασαν οι αρμόδιοι, αλλά πού να ξέρει και ο ίδιος τι τον περίμενε; Ο Γκότσαλκ προσπάθησε άλλη μια φορά να σώσει την κατάσταση: να πάρει αυτός ο ίδιος μαζί του το τιμητικό αγαλματάκι και να το παραδώσει αργότερα στον Ρανίτσκι, «Για να μην πάμε σπίτι με άδεια χέρια!» Μια δικαιολογία χειρότερη κι από το πρόβλημα! Ο παλαίμαχος κριτικός το σκέφτηκε λίγο - ίσως και να λυπήθηκε που τους χάλασε την γκλαμουράτη βραδιά- και απεφάνθη: «Καλά, ας γίνει έτσι και μετά βλέπουμε». Τελικά πήρε μαζί της το τρόπαιο η τηλεοπτική παραγωγός Katharina Trebitsch, για να το παραδώσει κάποια στιγμή στον τιμόμενο! Όπου, σημειωτέον, τίποτα δεν αποκλείει να επιστρέψει ο ίδιος το τρόπαιο ταχυδρομικά, συνοδευόμενο από καυστική πολυσέλιδη επιστολή!

Οι ανύποπτοι τηλεθεατές της επίδοσης του βραβείου στον Ρανίτσκι μάλλον δεν πολυκατάλαβαν την αιτία της βράβευσης και της απόρριψης που ακολούθησε: η γερμανική τηλεόραση δείχνει συχνά εκπομπές για λογοτεχνία και μουσική και συζητήσεις για νέα καλλιτεχνικά ρεύματα σ' αυτούς τους τομείς, αλλά πάντα σε ώρες που το πόπολο έχει αποκοιμηθεί ή βρίσκεται στις ταβέρνες. Έτσι, οι περισσότεροι από τους αυτούς που κάθισαν μπροστά στην οθόνη τους, ήθελαν να θαυμάσουν τη Γερμανίδα Καλομοίρα και όχι τον Ρανίτσκι, ο οποίος αγνοεί ακόμα και τί σημαίνουν οι χαρακτηρισμοί hip hop και rap.

Το 1938, με το ναζιστικό καθεστώς στις δόξες του, εκδιώχθηκε ο 18-χρονος Ρανίτσκι από τη Γερμανία ως «αλλοεθνής εχθρός» - όσο αλλοεθνείς ήταν και είναι όλοι οι Γερμανοί και Αυστριακοί με σλάβικα ή ουγγαρέζικα επώνυμα (σχεδόν οι μισοί!) Στην Πολωνία που βρέθηκε, ήταν ο εκδιωχθείς άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν μίλαγε πια τη γλώσσα, αν και είχε γεννηθεί σ' αυτή τη χώρα. Όμως μετακόμισε σε μικρή ηλικία στο Βερολίνο, επειδή οι συγγενείς του εκδιώχθηκαν από τους Πολωνούς ως Γερμανοί. Μεγάλη γκαντεμιά τότε να σε θεωρούν στην Πολωνία Γερμανό και στη Γερμανία Πολωνό. Σήμερα με τους ποδοσφαιριστές είναι καλύτερα τα πράγματα, αν ξέρουν μπάλα!

Όταν αργότερα, το 1940, έμαθε ο Ρανίτσκι από τη μητέρα του ότι μια κοπέλα εβραϊκής καταγωγής βρίσκεται κλεισμένη σπίτι της μαζί με τους γονείς της που είχαν κρεμαστεί απελπισμένοι, αποφάσισε να μπει μέσα και να τη βοηθήσει. Μετά από λίγα χρόνια παντρεύτηκε ο ακόμα νεαρός Ρανίτσκι αυτή την κοπέλα, Theofila-Tosia, με την ελπίδα ότι αυτό θα τους γλίτωνε από τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Όταν όμως έμαθαν ότι επίκειται παρ' όλα αυτά η σύλληψή τους, το ζευγάρι δραπέτευσε από το εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας και, όταν συνελήφθησαν αμφότεροι πάλι για να σταλούν στο στρατόπεδο του θανάτου, «λάδωσαν» έναν φρουρό και δραπέτευσαν εκ νέου.

Κρύβονταν για ενάμιση χρόνο περίπου σε διάφορα σπίτια, όπου ο Ρανίτσκι αναλάμβανε να παρουσιάζει το περιεχόμενο γνωστών έργων της γερμανικής λογοτεχνίας και να αναλύει μουσικά έργα Γερμανών συνθετών - όλα από μνήμης. Αρχικά έκανε αυτή τη δουλειά για να απασχολεί τα παιδιά πλούσιων οικογενειών, τα οποία έπρεπε να αναπληρώσουν την εκπαίδευση που έχαναν λόγω των πολεμικών γεγονότων. Τελικά, όμως, θερμότεροι και σταθεροί ακροατές του είχαν γίνει οι μεγαλύτερης ηλικίας προστάτες του. Έτσι γλίτωσε το ζεύγος το θάνατο, περνώντας ικανοποιητικά και με καλή αμοιβή για την παιδαγωγική προσφορά του. Όλοι σχεδόν οι συγγενείς του Ρανίτσκι και της γυναίκας του δολοφονήθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Αμέσως μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε ο πολυμήχανος αυτός λογοτέχνης και κριτικός με την πολωνική και τη βρετανική κυβέρνηση και έζησε κάποια χρόνια ως Πολωνός πρόξενος στο Λονδίνο. Όμως, απολύθηκε επειδή, άλλοι λένε ότι εξέδιδε διαβατήρια σε πρόσωπα δικής του επιλογής, άλλοι πάλι ότι δημιουργούσε συμπλέγματα στον περίγυρό του, λόγω της αλαζονικής επίδειξης των υψηλών ικανοτήτων και γνώσεων του. Η υψηλή μόρφωση και ευφυΐα του Ρανίτσκι συχνά αποτέλεσε εμπόδιο για την επαγγελματική του αποκατάσταση.


Στην κομμουνιστική Πολωνία όπου επέστρεψε από το Λονδίνο, τέθηκε σύντομα ο Ρανίτσκι υπό παρακολούθηση λόγω «ιδεολογικής αποξένωσης». Οι κομματικοί παραγοντίσκοι ούτε να συζητήσουν ήταν σε θέση με αυτό το τέρας μορφώσεως και να καταλάβουν τις μαρξιστικές αναλύσεις του, τις οποίες οι ίδιοι γνώριζαν μόνο από τα κομματικά «κλασικά εικονογραφημένα». Κάποια στιγμή φυλακίστηκε μάλιστα ο Ρανίτσκι ως ύποπτος για κατασκοπεία. Μετά την απελευθέρωσή του, εργάστηκε αρκετά χρόνια ως επιμελητής σε εκδοτικό οίκο, ενώ παράλληλα δημοσίευε δικά του λογοτεχνικά έργα.

Το 1958 διέφυγε ο Ρανίτσκι οριστικά στη Δύση και εγκαταστάθηκε στη Φραγκφούρτη. Αλλά κι εδώ συνέχισε να αποτελεί ένα αγκάθι στο χώρο της κριτικής. Λένε ότι, με τα σχόλιά του, δεν άφησε ούτε ένα ζωντανό ή πεθαμένο συγγραφέα, ποιητή, συνθέτη ή οτιδήποτε άλλο σχετικό σε «χλωρό κλαρί»! Συνεργάστηκε με πολλές μεγάλες εφημερίδες, τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα και, παράλληλα, ως ελεύθερος συγγραφέας. 


Πάντα προκαλούσε, απ' τη μια πλευρά το θαυμασμό των αναγνωστών και τηλεθεατών και ταυτόχρονα απ' την άλλη πλευρά, το φόβο και δέος των κρινομένων. Ένας σχολιαστής του Ρανίτσκι έγραψε γι' αυτόν ότι είναι ένας «άθρησκος πάπας με απολυταρχικές αξιώσεις».


Και ξαφνικά βρέθηκε αυτός ο σφριγηλός γέροντας με τις απέραντες ικανότητες στη δυσάρεστη θέση να παρακολουθεί τις κινήσεις στα πισινά της Καλομοίρας (γερμανική εκδοχή) και τα χαζοτράγουδά της. Ο συγγραφέας και κριτικός έβλεπε, βέβαια, ως επίκεντρο της εκδήλωσης μόνο τον εαυτό του, αλλά οι συντελεστές της πανηγυρικής εκπομπής ήθελαν να παρακολουθήσει την υπερπαραγωγής τους και κάποιο κοινό, αλλιώς θα κατέγραφαν μια τεράστια οικονομική αποτυχία. Από αυτό το ετερόκλητο μείγμα προέκυψε η έκρηξη! Έτσι κατέληξε η τελετή επίδοσης του τροπαίου στον Ράιχ-Ρανίτσκι σε (άλλη μια) δημόσια σύγκρουση του απαιτητικού κριτικού με τους εξαναγκασμένους σε υποχωρήσεις δημιουργούς.

Πάνω στην αναμπουμπούλα υποσχέθηκε ο Γκότσαλκ στον Ρανίτσκι -χωρίς να έχει αρμοδιότητα- ότι σύντομα θα κάνουν μαζί μια εκπομπή που θα ασχολείται μόνο με τη λογοτεχνία. Οι διευθυντές των τηλεοπτικών σταθμών που ήταν παρόντες στην εκδήλωση κούνησαν αμήχανα τα κεφάλια τους, σκέφτονταν μάλλον αν θα αρχίζει η εκπομπή στις 2 ή στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Ο Ρανίτσκι χάρηκε για την πρόταση, ίσως να μην επιζήσει για να πάρει μέρος σ' αυτήν, αλλά, καλού κακού, πρόλαβε να συμπληρώσει την πρόταση με δύο παραμέτρους, μια κακή και μια καλή για τον Γκότσαλκ: Η κακή ήταν ότι δεν πρόκειται να κάνει την εκπομπή μαζί του, δεν έχεις σχέση με λογοτεχνία, του είπε περίπου. Η καλή πρόταση ήταν ότι στο εξής μπορεί ο Γκότσαλκ να του μιλάει στον ενικό - για να του γλυκάνει την απόρριψη
...




(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)