24 March 2008

Έλληνες κατά Τούρκων και Ελλήνων - μέρος Β'

Οι ρίζες των εμφύλιων συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821



του Παναγιώτη Ζαβουδάκη, από τη δεκαπενθήμερη
εφημερίδα της Σύρου «ΑΠΟΨΗ», 24 Μαρτίου 2006


(συνέχεια)

Η βαθύτερη ιστορική ταυτότητα της «πολεμικής αριστοκρατίας»

Στους εμφύλιους πολέμους η «πολεμική αριστοκρατία» παίρνει μέρος με τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις της που είναι:
  • Η ανικανότητά της να διαχωριστεί από τους αντιπάλους της, παρά τη μόνιμη αντιπαράθεση της μ' αυτούς την οποία δε γεφυρώνει ούτε το κύμα των μεταξύ τους συνοικεσίων που γίνεται με καθαρά πολιτικούς υπολογισμούς (ανάγκη διατήρησης του επαναστατικού μετώπου είτε ισχυροποίηση μιας φατρίας έναντι κάποιας άλλης).
  • Η ανικανότητά της να γίνει από μόνη της κυρίαρχη δύναμη και να διαχειριστεί τις υποθέσεις της νέας κοινωνίας που γεννιέται. Αυτή η ανικανότητά θα φανεί σε κάθε ευκαιρία. «Πρώτη ύλη» των κυβερνήσεων θα είναι είτε οι εμποροναυτικοί των νησιών είτε οι εκπρόσωποι της διοικητικής αριστοκρατίας, κυρίως της Πελοποννήσου, αλλά ποτέ οι στρατιωτικοί. Η πολιτική ανωριμότητα των «στρατιωτικών» είναι πασιφανής καθώς οι περισσότεροι δε φαίνεται να έχουν ακριβή επίγνωση της ουσίας της ιστορικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν.
  • Η προέλευση της από την αγροτιά. Κατά κύριο λόγο οι στρατιωτικοί προέρχονται από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα πηγαίνει βαθύτερα: στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά, ταυτόχρονα, και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας.
Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη. Είναι, όμως, εξίσου αναμφισβήτητο ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη και εξέδωσε την περίφημη «διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης», πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει πως διαυγέστερη (αν και όχι ιδεολογικά τεκμηριωμένη) αντίληψη της εθνικής ταυτότητας παρατηρείται σε κάποια μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αλλά όχι και των άλλων τάξεων, οι οποίες παραμένουν προσκολλημένες στον τοπικισμό και τα επί μέρους συμφέροντά τους. O Κολοκοτρώνης είναι εκείνος που αποκαλεί τους συμπατριώτες του «Έλληνές μου» ενώ ο Μακρυγιάννης δηλώνει πως πολεμάει «γι αυτά τα μάρμαρα» δίνοντας με απλοϊκή σοφία τη διάσταση της εθνικής συνέχειας και κληρονομιάς.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωριστεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης.

Στην πράξη, όλα δείχνουν ότι το στρώμα αυτό έπαιξε, με όλες του τις ιδιομορφίες, το ρόλο του «πληβειακού αστικού στοιχείου» που σπρώχνει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως την τελική της νίκη χωρίς να κατανοεί σε βάθος την ουσία της, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της και χωρίς να μπορεί να καρπωθεί άμεσα τους καρπούς της. Η Επανάσταση, στην πορεία της, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στις γραμμές του στρώματος αυτού.

Επιφανής εκπρόσωπος της πολεμικής αριστοκρατίας και πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της Επανάστασης ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Άνθρωπος μεγάλων ικανοτήτων και όχι μόνο στρατιωτικών, ο Γέρος του Μοριά ήταν από τα πιο προωθημένα μυαλά αυτής της κατηγορίας. Η εξέλιξη της Επανάστασης θα αναδείξει και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στρατιωτικό μυαλό όχι κατώτερο, αλλά περιορισμένων πολιτικών οριζόντων, ο Μάρκος Μπότσαρης, που επιμένει ακλόνητα στην ανάγκη δημιουργίας τακτικού στρατού, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που γίνεται ο εκφραστής των ακραίων αντιλήψεων του μεσαιωνικού κρατικού κατακερματισμού.

O ρόλος του κλήρου

1. Ιδιαίτερο ρόλο στις εξελίξεις παίζει ο κλήρος ο οποίος έχει κι αυτός τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του που προέρχονται από την ταξική διάκριση ανάμεσα στα ανώτερα και τα μικρομεσαία στρώματα του.

Ο ανώτατος κλήρος παίζει το ρόλο του στυλοβάτη της εξουσίας (αδιάφορο αν αυτή είναι η οθωμανική) και διώκει όσους την αμφισβητούν. Από πολύ νωρίς φαίνονται οι προθέσεις του. Ο υπέρμαχος της «ανθενωτικής» άποψης (που συνοψίζεται στο δόγμα «προτιμότερο το οθωμανικό σαρίκι από τη λατινική κουκούλα») Σχολάριος-Γεννάδιος, γίνεται ο εκλεκτός πατριάρχης του Μωάμεθ του Πορθητή. Για να διασφαλίσει την υποταγή των «Ρωμαίων» στο οθωμανικό σαρίκι, επιχειρεί να τους αποκόψει από την ιστορική συνέχειά τους διακηρύσσοντας ότι «δε θα έλεγα ποτέ ότι είμαι Έλληνας, γιατί δε σκέφτομαι όπως άλλοτε σκέφτονταν οι Έλληνες».

Στα βήματά του κινούνται επί 4 αιώνες όλοι οι διάδοχοι του στηρίζοντας την εξουσία του κατακτητή και αφορίζοντας (κυριολεκτικά) κάθε προσπάθεια αποτίναξης του ζυγού. Από το μένος τους δεν ξεφεύγει ακόμα κι ο πιο ακίνδυνος για την Πύλη «ρέμπελος». Από τον «Σκυλόσοφο» και τον Κατσώνη μέχρι τον Ρήγα Φεραίο. Για τον τελευταίο, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' και οι αυλικοί του είχαν αποφανθεί ότι ήταν ένας «διεφθαρμένος τη φρένα».

Όταν, δε, ο Φεραίος δολοφονήθηκε, «άνθρωποι του Θεού» σαν το Μητροπολίτη Ιωαννίνων εξέφραζαν την αγαλλίασή τους δηλώνοντας πως ο Ρήγας και οι σύντροφοί του «εσκόπευον να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιωτάτου Σουλτάνου αλλ' ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον όπου τους έπρεπε».

Εκεί, όμως, που ο κλήρος ξεπέρασε τον εαυτό του ήταν όταν επιχείρησε να αφορίσει την ίδια την Επανάσταση. Το Μάρτη του 1821 το κίνημα του Υψηλάντη και του Σούτσου ξεδιπλώνεται στη Μολδοβλαχία. Το ιερατείο, θέλοντας να διατηρήσει τα προνόμιά του, συσκέπτεται υπό την καθοδήγηση του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και αποφαίνεται ότι ο Υψηλάντης και ο Σούτσος: «... αμφότεροι αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (...) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου. Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν έργον μιαρόν, θεοσταγές και ασύνετον, θέλοντες να διακηρύξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας (...) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθετοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας (...)».

Δια ταύτα το ιερατείο «αποφασίζει και διατάζει»: «Διά τούτο προκαταλαμβάνοντες εκ προνοίας εκκλησιαστικής, υπαγορεύομεν πάσιν υμίν τα σωτήρια, και (...) συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις ηγουμένοις των ιερών μοναστηρίων, τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς πατράσι και ενοριών, τοις προεστώσι και ευκατάσταταις των κωμοπόλεων και χωρίων και πάσι απλώς τοις κατά τόπον προκρίτοις, να διακηρύξητε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακόβουλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύσητε πανταχού (...) Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τούς έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ' αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεωνΙ αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον (...)».

O αφορισμός φέρει τις υπογραφές του μητροπολίτη Ιεροσολύμων, καθώς και των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης, Σίφνου, Ηρακλείας, Νικαίας, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Διδυμοτείχου, Βάρνης, Φαναρίου, Ναυπάκτου, Χαλκηδόνος, Τυρνάβου και, φυσικά, του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Πολλοί αγιογράφοι μετέπειτα επιχείρησαν να αγιοποιήσουν τον Γρηγόριο, όταν εκείνος απαγχονίστηκε δικαιολογώντας όλα τα παραπάνω και «λησμονώντας» πως ο απαγχονισμός του δεν ήταν η ποινή για την «επαναστατική» του δράση αλλά μέσο εκφοβισμού των «ραγιάδων».

Αντάξιος εκπρόσωπος της «ιερής αρχής» στην Πελοπόννησο είναι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ο οποίος στηρίζει την εξουσία των πασάδων και των προκρίτων αποτελώντας τροχοπέδη για τους Φιλικούς και, όταν εν τέλει ξεσπά η Επανάσταση, τάσσεται με το μέρος των ισχυρών γαιοκτημόνων. Πολύ αργότερα, στον Γερμανό αποδίδονται ανύπαρκτα γεγονότα, όπως η «επίσημη» κήρυξη της Επανάστασης στις 25 Μάρτη στην Αγία Λαύρα (γεγονός που καμιά ιστορική πηγή δεν επιβεβαιώνει) για να τονιστεί η «συμμετοχή» αυτής της μερίδας του κλήρου στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.

2. Ο απλός κλήρος που ζει τη σκλαβιά στο πετσί του ζώντας δίπλα και μέσα στους «κολασμένους» ως σάρκα από τη σάρκα τους. Προερχόμενοι κυρίως από την αγροτιά κουβαλούν τις αρετές και τα ελαττώματα των ανθρώπων της υπαίθρου. Είναι δεισιδαίμονες και προληπτικοί, αλλά αυτό επιδρά θετικά γιατί μπολιάζουν το κήρυγμα τους με παραδόσεις, μύθους, δοξασίες και άλλα στοιχεία της λαϊκής παράδοσης που συντηρούν την εθνική ταυτότητα κι έτσι διατηρούν άσβεστη την ελπίδα για απελευθέρωση. Όχι ιδιαίτερα μορφωμένοι αλλά τα «κολυβογράμματα» που τους αρκούν ίσα για την ανάγνωση των ιερών βιβλίων τα μεταλαμπαδεύουν στους συντοπίτες τους (γεγονός που αργότερα θ' αποτελέσει τη βάση του μύθου περί «κρυφών σχολείων»).

Το είδος αυτό του ιερέα-αγωνιστή συναντάται σε όλες τις σκλαβωμένες περιοχές και, σε μεγάλο βαθμό, ο ρόλος του κάνει την ορθοδοξία συνεκτικό κρίκο των σκλαβωμένων που υποκαθιστά την ασαφή εικόνα της εθνικής υπόστασης (Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι τόσο η Χάρτα του Ρήγα όσο και η «Ελληνική Νομαρχία» οι οποίες περισσότερο μιλούν για απελευθέρωση των «χριστιανών» βάζοντας στο παιχνίδι όλους τους υπόδουλους Βαλκάνιους παρά για επανάσταση «Ελλήνων» με τη στενή έννοια του όρου). Oι κληρικοί αυτοί στην ουσία είναι ξωμάχοι που απλά φορούν ράσο την ώρα που σπέρνουν τη γη, περιποιούνται τα ζώα ή ακόμα πιάνουν και το «καριοφύλι» όποτε το ποίμνιο τους κινδυνεύει.

Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποί αυτής της κατηγορίας είναι ο Διονύσιος «Φιλόσοφος» ή «Σκυλόσοφος», όπως τον ονόμαζαν οι εν Χριστώ συνάδελφοί του και οι Τούρκοι, ο Κοσμάς ο Αιτωλός και, βέβαια, ο Γρηγόρης Δικαίος, γνωστότερος ως «Παπαφλέσσας». O τελευταίος επισύρει τη μήνη του ανώτατου κλήρου, χαρακτηρίζεται από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό «άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τινί τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους» και απειλείται ακόμα και με αποσχηματισμό και αφορισμό.

Στη διάρκεια της επανάστασης ο κατώτερος κλήρος παίρνει μέρος παντοιοτρόπως στις πολεμικές επιχειρήσεις. Θα έλεγε κανείς πως αποτελεί το «πνευματικό» τμήμα της «πολεμικής αριστοκρατίας» με την οποία σχεδόν ταυτίζεται και συνήθως ακολουθεί τη μοίρα της. Αντίθετα, το ιερατείο δείχνει αρχικά να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αφοσίωση του στην Πύλη, φοβούμενο περικοπή των προνομίων του σε περίπτωση κατάπνιξης της επανάστασης, και στο ρόλο του ως «πνευματικού ταγού» των ομοεθνών του. Σύντομα, με την πολιτική διορατικότητα και την ευελιξία που το διακρίνει, οσμίζεται τη νικήτρια πλευρά και τάσσεται αναφανδόν στο πλευρό της. Στην ουσία οι αρχιερείς στηρίζουν τις επιλογές είτε των προκρίτων είτε των εφοπλιστών και εμπόρων ανάλογα με τον τόπο που «διακονούν».

O ρόλος των ξένων δυνάμεων Η έκρηξη της Επανάστασης θέτει επί τάπητος το θέμα της ακεραιότητας της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός από αυτό, ξεσπά στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η αντεπαναστατική στροφή που έχει φέρει το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλεί και το Ευρωπαϊκό status quo.

Φυσικά, οι ξένες δυνάμεις δεν έμειναν αδιάφορες. Αντίθετα, αντέδρασαν αμέσως η καθεμία με βάση τα δικά της συμφέροντα. Για να καταλάβουμε τη βαθύτερη ουσία του πράγματος, πρέπει να δούμε ποια ήταν η πραγματική πολιτική των ξένων δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.

Η Ρωσία τη βλέπει σαν ένα παράγοντα διάλυσης της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευνοεί. Παράλληλα, είναι επιφυλακτική απέναντί της γιατί δε θέλει να προκαλέσει τις άλλες δυνάμεις, ιδιαίτερα την Αγγλία, αλλά κι επειδή τη νιώθει σαν κίνδυνο για το καθεστώς του τσαρισμού που ωθείται όλο και περισσότερο να γίνει ο φύλακας της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης.

Η Γαλλία αντιδρά εχθρικά αλλά η πολιτική της δείχνει έντονα στοιχεία ετεροκαθορισμού από την πολιτική των άλλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Η Αγγλία, κατ' αρχήν, βλέπει την Επανάσταση εχθρικά γιατί απειλείται η ακεραιότητα της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας την οποία θεωρεί προμαχώνα ενάντια στη Ρωσία. Ωστόσο, η Αγγλία κατανοεί πως η ελληνική ανεξαρτησία δημιουργεί νέες αγορές για τη βρετανική βιομηχανία. Ταυτόχρονα, οι βρετανοί γρήγορα κατανοούν ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη ακόμη και αν νικήσει στρατιωτικά ο σουλτάνος.

Έτσι, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει και ιδιαίτερα όταν στην εξουσία έρχεται ο Κάνινγκ. Αλλάζει, όμως, με την εξής έννοια: Αφού η κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, πρέπει να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή. Συγκεκριμένα, πρέπει να φανεί σαν ενέργεια παραχώρησης της Αγγλίας και όχι σαν κατάκτηση των Ελλήνων. Έτσι, το νέο κράτος θα είναι εξαρτημένο ακόμη περισσότερο από την ούτως ή άλλως κοσμοκράτειρα Αγγλία. Εκτός των πολλών άλλων, αυτό θα σημαίνει και εξασφάλιση των Επτανήσων, που ανήκουν στην Αγγλία και που η τελευταία δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει.

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τις αιτίες τους σε παράγοντες που είχαν βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, οι ίδιες οι βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής απέναντι στην Oθωμανική Αυτοκρατορία και την προοπτική συγκρότησης ελληνικού κράτους, έπαιξαν το ρόλο τους.