22 May 2007

Η μεγαλύτερη διακίνηση σκλάβων από την εποχή των Φαραώ

Η ζωή του Fritz Sauckel, περιφερειάρχη στη Θουριγκία



O Fritz Sauckel (Ζάουκελ) εκτελέστηκε με απαγχονισμό ως ένας από τους 20 κυριότερους εγκληματίες πολέμου που καταδικάστηκαν στη Νυρεμβέργη, από την πλευρά των ηττημένων. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, τον οποίο ο εισαγγελέας χαρακτήρισε στη δίκη ως «τον μεγαλύτερο και μοχθηρότερο διακινητή σκλάβων από την εποχή των Φαραώ»; Πώς μπόρεσε ένας νεαρός με ταπεινή καταγωγή να αναδειχτεί σε ένα από τους σημαντικότερους παράγοντες του ναζιστικού καθεστώτος; Ένας γραφειοκράτης, ο οποίος αποφάσιζε με μια υπογραφή για την τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων και την προώθησή τους σε «καταναγκαστική εργασία»;

Γεννήθηκε το 1894 στην οικογένεια ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου και μιας μοδίστρας στην πόλη Hassfurt. Ο μοναχογιός εγκατέλειψε στα 15 του χρόνια το Γυμνάσιο και ναυτολογήθηκε σε ποντοπόρα πλοία. Με την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου ακινητοποιείται το γερμανικό σκάφος από τους συμμάχους (Γάλλους) και φυλακίζεται το πλήρωμα. Ο Ζάουκελ έμεινε πέντε χρόνια υπό επιτήρηση και απελευθερώθηκε μετά τη λήξη του πολέμου. Εντωμεταξύ είχε αποκτήσει ενδιαφέρον για την πολιτική και αμέσως, μετά την απελευθέρωσή του, εντάχθηκε στον αντισημιτικό «Σύνδεσμο Άμυνας και Επίθεσης» (Schutz- und Trutzbund).

Η ζωή του Ζάουκελ εξελίσσεται στη φτώχια και ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι για την οικονομική κατάστασή του ευθύνεται «ο παγκόσμιος σιωνισμός», τον οποίο και ορκίζεται να καταπολεμήσει. Το έτος 1922 εγκαθίσταται στη Θουριγκία (Thueringen) και προσχωρεί στην τοπική SA (=Sturmabteilung, Ομάδα Εφόδου), όπου γνωρίζεται με τον Χίτλερ και προσχωρεί στο ναζιστικό κόμμα (NSDAP). Παντρεύεται το έτος 1924 και αποκτά στα επόμενα χρόνια 10 παιδιά, πιστός στο δόγμα του ναζιστικού κόμματος να προσφέρουν οι εθνικόφρονες πολίτες πολλά παιδιά στην πατρίδα.

Το έτος 1927, μετά από συνεχείς αναρριχήσεις στην ιεραρχία του κόμματος, διορίζεται ο Ζάουκελ κομματικός υπεύθυνος στη Θουριγκία. Οι ανώτεροί του πιστοποιούν στο νέο κομματικό υπεύθυνο περιορισμένες πνευματικές ικανότητες, τους αρκεί όμως η αποφασιστικότητα και η ανυπόκριτη υπακοή στην κομματική ιεραρχία. Αυτά τα χρόνια προσπάθησε ο Ζάουκελ να σπουδάσει τεχνικός στο Ilmenau, χωρίς επιτυχία βέβαια, λόγω αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τεχνικής σπουδής.

Με την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας από τον Χίτλερ, διορίζεται ο Ζάουκελ Gauleiter (περιφερειάρχης) στη Θουριγκία και από αυτή τη θέση αποκτά διασυνδέσεις με τον Γκαίμπελς, τον Μπόρμαν, τα SS και το στρατό.

Το 1934 ιδρύει ο περιφερειάρχης Ζάουκελ στο ιστορικό πανεπιστήμιο της Ιένας (Jena) μία έδρα, την πρώτη του είδους της, για «Ανθρώπινη ανάπτυξη και Κληρονομικότητα» - η ανάπτυξη με την έννοια της φυτικής ή ζωικής καλλιέργειας, εκτροφής (Zucht). Διευθυντή αυτής της πανεπιστημιακής έδρας ορίζει ο Ζάουκελ τον πρόεδρο της «Υπηρεσίας φυλετικών θεμάτων» της Θουριγκίας. Ακολουθεί επέλαση «καθηγητών» από τα SS, οι οποίοι απέκτησαν τα προσόντα με «επιστημονικές» εργασίες περί φυλετικής επιλογής, εξόντωσης ανθρώπων από «κατώτερες φυλές» ή με «μειωμένα φυσικά προσόντα» κ.ά.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ασχολείται ο Ζάουκελ με την εγκατάσταση και τον εξοπλισμό του στρατοπέδου συγκεντρώσεως Buchenwald, κοντά στη Βαϊμάρη. Μέχρι το τέλος του πολέμου δολοφονήθηκαν σ’ αυτό το στρατόπεδο πάνω από 56.000 άνθρωποι.

Μετά την έναρξη του πολέμου ιδρύεται η υπηρεσία για «Διάθεση Εργασίας» (Arbeitseinsatz), της οποίας επικεφαλής ορίζεται ο Ζάουκελ με εκτεταμένες αρμοδιότητες. Ο φιλόδοξος διευθυντής αναλαμβάνει το έργο με «φανατικό ζήλο» και καταφέρνει να οργανώσει τη μετακίνηση πάνω από πέντε (5) εκατομμύρια ανθρώπων, κυρίως από τα κατεχόμενα εδάφη της Πολωνίας και της Ρωσίας, και τη διοχέτευσή τους για καταναγκαστική εργασία (Zwangsarbeit) στη γερμανική βιομηχανική (πολεμική) παραγωγή. Πολλοί από αυτούς τους δούλους-εργάτες, ταλαιπωρημένοι και εξαντλημένοι από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, πέθαναν στους χώρους εργασίας.

Στην απολογία του στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης εκτίμησε ο Ζάουκελ ως κύριο αίτιο της αποτυχίας του ναζιστικού καθεστώτος «την απομάκρυνσή του από τον χριστιανισμό» και θεωρούσε ότι «η Γερμανία αξιοποιούσε δικαιωματικά ανθρώπους κατώτερων φυλών για τις παραγωγικές της ανάγκες». Δηλώνει ότι δεν γνώριζε για τους μαζικούς θανάτους των καταναγκαστικά εργαζόμενων, ότι ο ίδιος ενεργούσε «πάντα με χριστιανικά κριτήρια» και ότι ο Χίτλερ δεν ήξερε τίποτα για τον εκτροχιασμό του εθνικοσοσιαλισμού με μαζικές δολοφονίες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και εργασίας, για τα οποία υπεύθυνοι ήταν, λέει, ο Χίμλερ και ο Άιχμαν.

Όταν ανακοινώθηκε η θανατική ποινή για τον Ζάουκελ, ξέσπασε ο ίδιος σε λυγμούς, διαμαρτυρόμενος για το γεγονός ότι ο Albert Speer, υπεύθυνος του καθεστώτος για την οργάνωση της πολεμικής παραγωγής, ο οποίος έστελνε στον Ζάουκελ παραγγελίες για τα καραβάνια των εργατών-δούλων, τιμωρήθηκε μόνο με 10 χρόνια φυλακή.

Ο Ζάουκελ ήταν ο τυπικός μικροαστός που αναρριχήθηκε από χαμηλές οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες στα ανώτερα επίπεδα ενός εγκληματικού καθεστώτος και υλοποίησε στην καθημερινή ζωή όλες τις μονομανίες και τα μίση που εκφράζουν οι απλοί άνθρωποι περιορισμένης μόρφωσης στα καφενεία και στις παρέες. Είναι επίσης ένα δείγμα, σε ποιες ακραίες ενέργειες μπορούν να οδηγηθούν άνθρωποι, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να σταθούν αυτοδύναμα στην κοινωνία και χρειάζονται ένα μηχανισμό εξουσίας, μέσω του οποίου επιπλέουν και χωρίς τον οποίο καταπίπτουν αναπόδραστα στο μικροαστικό κόσμο, απ’ όπου ξεκίνησαν.