21 January 2007

Οικολογική θεολογία

(του Πάσχου Μανδραβέλη στην Καθημερινή, 20/1/2007 και 21/1/2007)

Ο Τζέιμς Λάβλοκ, γιατρός στην εκπαίδευση, είναι εξέχουσα μορφή του οικολογικού κινήματος. Έχρισε εαυτόν «πλανητικό ιατρό» και διατύπωσε μαζί με την Λιν Μάργκουλις τη θεωρία της «Γαίας». Σύμφωνα μ’ αυτή ο πλανήτης λειτουργεί ως ένας τεράστιος ζωντανός οργανισμός, ο οποίος αντιδρά σε όσα συμβαίνουν στην επιφάνειά του και αυτορρυθμίζεται έχοντας ως σκοπό τη διατήρηση της ζωής: Γαία είναι «μια πολύπλοκη οντότητα, η οποία περιλαμβάνει την βιόσφαιρα της Γης, την ατμόσφαιρα, τους ωκεανούς και το έδαφος. Η συνολική δομή συνιστά ένα σύστημα ανάδρασης ή ένα κυβερνητικό σύστημα το οποίο αναζητά το βέλτιστο δυνατό φυσικό και χημικό περιβάλλον για τη ζωή σε αυτόν τον πλανήτη». Η αρχική τους θεωρία θα μπορούσε να ονομαστεί «ευφυής σχεδιασμός σε πλανητική κλίμακα» αφού προέβλεπε ότι «η ατμόσφαιρα της Γης είναι κάτι παραπάνω από μια απλή ανωμαλία. Μοιάζει να είναι μια επινόηση ειδικά σχεδιασμένη για έναν αριθμό σκοπών», ή ότι «είναι απίθανο η σύμπτωση από μόνη της να μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι η θερμοκρασία, το pH και η παρουσία μιγμάτων από θρεπτικά συστατικά έχουν υπάρξει, για αχανείς χρονικές περιόδους, ακριβώς στις ευνοϊκές τιμές και ποσότητες για την επιφανειακή ζωή. Μάλλον, ... ξοδεύεται ενέργεια από τα έμβια όντα για να διατηρήσουν ενεργά αυτές τις βέλτιστες συνθήκες». (Τζέιμς Λάβλοκ και Λιν Μάργκουλις: «Η υπόθεση Γαία»)

Βέβαια μετά την σφοδρή κριτική που δέχθηκαν από εξέχοντες επιστήμονες, όπως ο Ρίτσαρντ Ντόκινς (ο οποίος τη χαρακτήρισε «δοξασία», επειδή ακριβώς δεν μπορεί μα υπάρξουν πειράματα που να πιστοποιούν το αληθές ή το ψευδές του πράγματος), η θεωρία της Γαίας τροποποιήθηκε για να αποβάλει τα τελεολογικά χαρακτηριστικά της: «Πουθενά στα γραφόμενά μας δεν εκφράζουμε την ιδέα ότι η αυτορρύθμιση του πλανήτη είναι σκόπιμη, ή εμπλέκει πρόνοια ή σχεδιασμό εκ μέρους των βιωτών» έγραψε ο Λάβλοκ το 1990.

Παρ’ όλο που η τελεολογία εγκαταλείφθηκε το θρησκευτικό άρωμα δεν λείπει από τα κείμενα του Λάβλοκ. Στο τελευταίο (αναδημοσιεύτηκε στο «Βήμα» 5.1.2007) ο επιφανής οικολόγος φυσικά γράφει ότι «το ανθρώπινο είδος είναι ένα είδος αρρώστιας του πλανήτη». Όπως οι καλόγεροι του Μεσαίωνα θεωρούσαν ότι υπάρχει μια υπέρτατη τάξη, την οποία κατέστρεφαν οι αμαρτίες των ανθρώπων έτσι και η σύγχρονη οικολογική θεολογία θεωρεί ότι στην Γαία υπάρχει ένα παράσιτο, το οποίο είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Όπως στη Θεολογία υπάρχει η κόλαση που θα πληρώσουμε τα κρίματά μας, έτσι υπάρχει και το φαινόμενο του θερμοκηπίου που θα κάνει τη γη κόλαση. Δεν μας ζητούν βέβαια, όπως στο μεσαίωνα, να αυτομαστιγωθούμε για να εξορκίσουμε το εγγενές προπατορικό αμάρτημα, αλλά να ζήσουμε σε οικολογική αρετή, την οποία καθείς ορίζει όπως νομίζει. Κάποιοι Γάλλοι προτείνουν μέχρι και την απλυσιά («Τα άπλυτα μπλουτζίν κάνουν καλό στον πλανήτη. Πώς ένα παντελόνι μπορεί να μετατραπεί σε οικολογική φρίκη», «Τα Νέα» 17.6.2006) και κάποιοι Βρετανοί συναγωνιστές τους τα έβαλαν με τις επίπεδες οθόνες επειδή καταναλώνουν πολύ ρεύμα! («Τα Νέα» 3.11.2006).

Είναι πολλοί εκείνοι που απολυμαίνουν το παρελθόν από τις κακουχίες για να το νοσταλγήσουν. Μπορεί να είναι ιεράρχες, όπως ο κ. Χριστόδουλος - ο οποίος θέλει να γυρίσουμε «πίσω ολοταχώς» διότι «σε δέκα χρόνια θα έχουν ευτελιστεί τα πάντα. Δεν θα υπάρχει τίποτα όρθιο σ’ αυτόν τον κόσμο και σ’ αυτόν τον τόπο» - μπορεί να είναι και οικολόγοι, όπως ο θεωρητικός της «Γαίας» Τζέιμς Λάβλοκ, ο οποίος μας δίνει δέκα χρόνια να σώσουμε τη γη: «Μέσα σε μία - δύο δεκαετίες, η Γη θα γίνει τόσο θερμή όσο δεν ήταν ποτέ τα τελευταία 5 εκατ. χρόνια, την εποχή που στον Ατλαντικό κολυμπούσαν κροκόδειλοι... Γύρω στο έτος 2025, ο Βόρειος Πόλος θα έχει γίνει τόσο θερμός, που θα μπορεί να πηγαίνει κανείς εκεί με ιστιοφόρο, και το τροπικό δάσος του Αμαζονίου θα έχει γίνει έρημος». Η νοσταλγία του εγγεγραμμένη: «δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον οδυνηρά όμορφο κόσμο του 1800, όταν η ανθρωπότητα αποτελείτο από 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους».

Η αλήθεια είναι πως το 1800 ήταν συνάμα όμορφο και οδυνηρό. Όμορφο για λίγους φεουδάρχες, πασάδες, βιομήχανους και προύχοντες και οδυνηρό για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που είχαν στη δούλεψή τους. Η διάχυση της ευημερίας ήταν εκείνη που έφερε οικολογικά προβλήματα. Ήταν διαφορετική η Αθήνα όταν δέκα μεγαλοφαμίλιες είχαν αυτοκίνητο και διαφορετική σήμερα που το 67% των οικογενειών έχει το δικό του μέσο μεταφοράς. Ήταν άλλος ο κόσμος όταν μόνο λίγες δυτικές χώρες χρησιμοποιούσαν βιομηχανικά προϊόντα και γίνεται διαφορετικός τώρα που ένα δισεκατομμύριο Κινέζοι επιχειρούν να υλοποιήσουν το δικό τους καταναλωτικό όνειρο. Μπορεί για πολλούς χορτάτους της Δύσης αυτό το όνειρο να μοιάζει ποταπό, αλλά για έναν Ινδό που μεγαλώνει την οικογένειά του με χίλιες δυο στερήσεις, η απόκτηση ψυγείου ή τηλεόρασης είναι σήμερα το άπαν. Έχουμε κάποιο ηθικό δικαίωμα να του απαγορεύσουμε, έστω για πραγματικούς οικολογικούς λόγους, την ανάπτυξη που επιτύχαμε εμείς; Αλλά και μέσα στις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες πρέπει να παγώσουμε την οικονομική εξέλιξη, επειδή φοβόμαστε τη νέμεση της Γαίας;

Τα οικολογικά προβλήματα είναι υπαρκτά. Ακόμη κι αν δεν συμβεί ο Αρμαγεδδών που πολλοί από τους Νοστράδαμους της Δύσης προβλέπουν, σε τοπικό επίπεδο καταστρέφονται ολόκληρες περιοχές (η Αττική είναι ένα καλό παράδειγμα). Αυτό που παρατηρείται όμως είναι ότι η αντιοικολογική οικονομική δραστηριότητα δεν είναι συνακόλουθη της ανάπτυξης. Υπάρχει στο στάδιο της πρωταρχικής συσσώρευσης (για παράδειγμα η Ινδία καταναλώνει 3 φορές περισσότερη ενέργεια και εκπέμπει 4 φορές περισσότερο διοξείδιο για κάθε δολάριο του ΑΕΠ της σε σχέση με τις ΗΠΑ). Από τη στιγμή που οι πληθυσμοί ικανοποιούν τις πρώτες ζωτικές ανάγκες, μετά στοχεύουν στην πραγματική ευημερία, κομμάτι της οποίας είναι το ανθρώπινο περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους «Δείκτες Διατήρησης του Περιβάλλοντος» (Environmental Sustainability Index) οι ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ εμφανίζουν τα καλύτερα αποτελέσματα, ενώ οι ανελεύθερες χώρες (Β. Κορέα, Ταϊβάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν) βρίσκονται στον πάτο.

Τα οικολογικά προβλήματα δεν λύνονται με το πάγωμα της ζωής. Αντιθέτως: η ανάπτυξη δημιουργεί το οικονομικό πλεόνασμα που απαιτείται και για την ορθή διαχείριση του περιβάλλοντος.