12 December 2006

Ιησούς Χριστός, υπήρξε ποτέ; (μέρος α')

Πριν από αρκετά χρόνια, όταν ζούσα μόνιμα στο εξωτερικό, άκουσα σε μια δημόσια συζήτηση ότι η ύπαρξη του Ιησού ως φυσικού προσώπου δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και ένας κληρικός, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να παρέμβει εξοργισμένος για να διορθώσει την τοποθέτηση του ασεβή προλαλήσαντα. Δεν συνέβη, όμως, τίποτα και η συζήτηση συνεχίστηκε σαν να μίλαγαν για την πιθανότητα ύπαρξης ενός μυθικού προσώπου, π.χ. του βασιλιά των Αθηνών Κόδρου.

Η σύγκριση είναι σίγουρα ετεροβαρής, γιατί ο Ιησούς αναφέρεται κάθε μέρα με ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες από εκατομμύρια ανθρώπους και θεωρείται ο ιδρυτής μιας θρησκείας που έγινε παγκόσμια (με τα όπλα του ρωμαϊκού στρατού, βέβαια!), ενώ τον Κόδρο ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. Έκτοτε αποφάσισα να ψάξω το θέμα συστηματικά, να αναζητήσω τις πηγές και τις ιστορικές μελέτες. Το έκανα και, τελικά, διαπίστωσα πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, καταρχήν ότι και διάφοροι Έλληνες, επιφανείς μελετητές (Μπέγζος) της χριστιανικής ιστορίας αμφισβητούν ότι υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς.

Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα (βλέπε επόμενα). Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια... αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια... όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006).


Στο ίδιο πνεύμα γράφει ο Hermann Josef Schmitt, κληρικός, πολιτικός και έγκλειστος (1944) σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως: «Ό,τι έχει επινοηθεί από τους άλλους πολιτισμούς οι Χριστιανοί το αντιγράφουν... Στα εκατοντάδες χρόνια της ύπαρξής του ο χριστιανισμός δεν λειτούργησε ούτε μια φορά ως πολιτισμικός βηματοδότης. Παντού προσαρτάται... Στο θέμα των ανθρώπινων και γυναικείων δικαιωμάτων, της οικολογίας και παντού. Η ικανότητα προσαρμογής του χριστιανισμού βασίζεται στο ότι είναι άμορφος. Η άρση φυσιογνωμίας είναι η συνταγή της επιτυχίας του. Διαπιστώνουν ποιες αξίες ισχύουν σε μια κοινωνία και τις κάνουν δικές τους. Και δεν ντρέπονται για αυτό... Κι ας καταπολεμούσαν κι έκαιγαν για εκατοντάδες χρόνια τους εφευρέτες και εκπροσώπους αυτών των αξιών...»

Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) - τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού.

Τα χριστιανικά κείμενα

Ας δούμε, παρ' όλα αυτά, τα χριστιανικά κείμενα που έχουν όλοι στη διάθεσή τους και αναφέρονται ως πηγή αποφθεγμάτων με διάφορες αφορμές.

Ο αριθμός των πηγών για τον Ιησού είναι πολύ μικρότερος από ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι: υπάρχει μόνο μία πηγή για έναν ιστορικό Ιησού, το «ευαγγέλιο του Μάρκου». Ο Παύλος που μπήκε με καθυστέρηση και περίεργο τρόπο στην ομάδα των πιστών, δεν μιλάει για έναν ιστορικό Ιησού, αλλά για έναν ουράνιο, θεολογικό Ιησού. Άρα δεν προσφέρεται ως πηγή με την έννοια της ιστοριογραφίας. 

Έπειτα, υπάρχει το «Ευαγγέλιο του Μάρκου». Το ιστορικά επόμενο «Ευαγγέλιο του Ματθαίου» αντέγραψε κατά 90% αυτό του Μάρκου, οπότε μπορεί να θεωρηθεί μόνο  λογοκλοπή και όχι  ανεξάρτητη πηγή. Το «Ευαγγέλιο του Λουκά» έχει πάρει μόνο το 50% του κειμένου του Μάρκου άμεσα και κυριολεκτικά λόγω της λογοτεχνικής κατασκευής του, αλλά ακόμη και με αυτόν τον περιορισμό  είναι λογοκλοπή. 

Το «Ευαγγέλιο του Ιωάννη», τέλος, ήρθε πολύ αργότερα και λέει την ιστορία εκ νέου – και πολύ διαφορετικά. Το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» του ίδιου ανώνυμου συγγραφέα με το Ευαγγέλιο του Λουκά δεν λέει τίποτα για τον Ιησού. Αλλά χειρίζεται την ιστορία του Παύλου τόσο αυθαίρετα, ώστε μπορούμε να σκεφτούμε ότι ο συγγραφέας δεν γνώριζε πολλά για τον Παύλο, οπότε εφηύρε τον δικό του Παύλο.

Τελικά, λοιπόν, έχουμε μόνο μία πηγή: το ανώνυμα μεταδιδόμενο Ευαγγέλιο, στον συγγραφέα του οποίου έχει αυθαίρετα δοθεί το όνομα «Μάρκος». Οι σύγχρονες αφηγήσεις είναι ανύπαρκτες, και ακόμα κι αν πάρουμε τις λεγόμενες εξωβιβλικές πηγές για τον Ιησού, τα πρώτα 70 χρόνια αργότερα έρχονται και δεν μας λένε τίποτα άλλο από το τι πρέπει να πίστευαν οι Χριστιανοί στα τέλη του πρώτου αιώνα.

Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου διαφέρει κατά 10% από το Ευαγγέλιο του Μάρκου, ειδικά όπου ο συγγραφέας του πρώτου Ευαγγελίου έκανε λάθη. Ο ευαγγελιστής, στον οποίο αργότερα δόθηκε το όνομα Μάρκος, γνώριζε ελάχιστα για τα έθιμα των Ιουδαίων και τη γεωγραφία της χώρας. Έκανε πολλά λάθη, τα οποία διορθώθηκαν από τον συγγραφέα του δεύτερου Ευαγγελίου, ο οποίος αυθαίρετα ονομάστηκε «Ματθαίος». Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ματθαίου γνώριζε πολύ καλύτερα και είχε διαφορετική θεολογία.

Τα πάντα στο Ευαγγέλιο του Μάρκου έχουν δύο γνωστές πηγές. Μια πηγή, η πλοκή-πλαίσιο, είναι μια επανάληψη της «Οδύσσειας» του Ομήρου (Dennis MacDonald: The Homeric Epics and the Gospel of Mark). Η άλλη πηγή είναι αποσπάσματα αυθαίρετα παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη.

Υπάρχουν πολλά μέρη όπου ο ευαγγελιστής Μάρκος παρέχει σαφείς αποδείξεις ότι εφηύρε την ιστορία του. Σε διάφορα σημεία αναφέρει πράγματα που κανένας μάρτυρας δεν θα μπορούσε να γνωρίζει. Δίνει την ισχυρότερη ένδειξη στο τέλος με έναν περίεργο υπαινιγμό: Εκεί λέει ότι οι γυναίκες έφυγαν από τον άδειο τάφο και δεν το είπαν σε κανέναν. Πώς λοιπόν έμαθε ο ευαγγελιστής για τα γεγονότα; Για να το καμουφλάρει αυτό, ένας σαφώς διαφορετικός διαδοχικός συγγραφέας παραποίησε αργότερα το μακρύ τέλος του Ευαγγελίου του Μάρκου.

Ο Λουκάς έχει μια άλλη πηγή: τον Ιώσηπο Φλάβιο (βλέπε επόμενα). Όλες τις λεπτομέρειες που γράφει για τη χώρα των γεγονότων στις «Πράξεις των Αποστόλων», τις πήρε από τον Ιώσηπο. Η ιστορία της δίκης του Ιησού αντιγράφεται επίσης από τον Ιώσηπο και είναι στην πραγματικότητα η ιστορία ενός «Ιησού μπεν Ανανία» που συνέβη την ίδια εποχή.

Τελικά, ακόμα κι αν δεχτούμε τα ευαγγέλια ως πηγή πληροφοριών για τον Ιησού, ελάχιστες ακριβείς πληροφορίες θα πάρουμε και δικαίως γράφει ο μητροπολίτης Ιερόθεος ότι «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια...», οπότε ξεμπερδεύει εύκολα με το πλήθος των αντιφάσεων και ανακριβειών που περιέχονται σ' αυτά. 

Τα ιστορικά στοιχεία

Οι λιγοστές πληροφορίες από εξωβιβλικές πηγές, όπως τα έργα των Σουητώνιου, Ιώσηπου και Τάκιτου ή το Ταλμούδ, δεν είναι σύγχρονες του Ιησού και αναφέρονται έμμεσα σ' αυτόν, χωρίς να δίνουν αξιόλογες πληροφορίες, κυρίως όμως, θεωρούνται πολύ αμφίβολης εγκυρότητας.

Καταρχήν, ο Φίλων ο Αλεξανδρινός (Philo Alexandrinus, ~20 π.Χ.- 54 μ.Χ.), Εβραίος φιλόσοφος με θαυμασμό προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος είχε ενεργό ρόλο εκπροσώπησης των Εβραίων στη Ρώμη, έγραψε σημαντικά ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του, ενώ περιγράφει στα έργα του μέχρι και ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή των Ιουδαίων της εποχής του.

Επίσης ο Τιβέριος Αλέξανδρος (Tiberius Iulius Alexander, ~10- ~70μ.Χ.), που ήταν στρατιωτικός και διοικητικός εκπρόσωπος της Ρώμης στην Ιουδαία και ανώτερος άρχοντας των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, ανιψιός του προαναφερθέντος Φίλωνα, και επίσης συγγραφέας της ιουδαϊκής ιστορίας, δεν αναφέρει στα έργα του τίποτα απολύτως για κάποιον Ιησού που συγκινούσε τον κόσμο, τη θρυλούμενη ανάστασή του και πιθανούς οπαδούς του.

Εδώ συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα που ανατρέπουν τους νόμους της φύσης και της λογικής, όπως τα περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (27.50-54): «ο δε Ιησούς κράξας αφήκε το πνεύμα. Και το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη... και η γη εσείσθη και οι πέτρες εσχίσθησαν» και ο Φίλων με τον ανιψιό του, δεν αντελήφθησαν τίποτα. Και πέραν αυτού: «τα μνημεία άνοιξαν και πολλά σώματα των νεκρών αγίων ηγέρθησαν και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερση (ανάσταση) αυτού (του Ιησού) εισήλθαν εις την άγια πόλη και ενεφανίσθησαν σε πολλούς». Δηλαδή, κυκλοφορούσαν «άγιοι» της (χριστιανικής;) θρησκείας και κανείς δεν τους συνάντησε, έστω τον Αβραάμ και τον Μωυσή ή κάποιους άλλους.

Αν πράγματι είχαν συμβεί επί των ημερών του οι πολλαπλές και μαζικές συναθροίσεις «πιστών» ή περίεργων, αν είχαν συμβεί τα ιαματικά και διατροφικά θαύματα που περιγράφονται στα Ευαγγέλια, αν είχαν αναστηθεί «άγιοι» άνθρωποι, σίγουρα θα υπήρχε κάποια αναφορά στα συγγράμματα του Φίλωνα και του Τιβέριου. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, είτε δεν συνέβη τίποτα από αυτά, είτε διαδίδονταν τέτοια γεγονότα τόσο συχνά και από τόσους πολλούς θαυματοποιούς δασκάλους, ώστε να μην θεωρούνται, έστω και ως ασήμαντα περιστατικά, άξια αναφοράς.

Ο Ιώσηπος Φλάβιος (Josephus Flavius, 37-100 μ.Χ.), στρατιωτικός και ιστορικός με αριστοκρατική καταγωγή και θρησκευτική μόρφωση, έζησε στην Παλαιστίνη και αιχμαλωτίστηκε (67 μ.Χ.) από τους Ρωμαίους στον ιουδαϊκό πόλεμο που κατέληξε στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) Στα βιβλία του «Πόλεμος των Ιουδαίων» και «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» περιγράφει ο Ιώσηπος με λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά από την απώτερη και πρόσφατη ιστορία του λαού του, αναφέρεται σε διάφορες εβραϊκές αιρέσεις κτλ., δεν κάνει όμως καμιά αναφορά σε χριστιανούς. Απρόσμενα και εκτός συμφραζομένων περιγράφει όμως ο Ιώσηπος, σε κάποιο σημείο των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων», μάλλον επαινετικά, τη δραστηριότητα και τα θαύματα του Ιησού, τον οποίο αποκαλεί «μεσσία».


Οι θρησκευτικά αδέσμευτοι Ιστορικοί, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Ιώσηπος ήταν πιστός στην ιουδαϊκή θρησκεία και διέθετε βαθιά μόρφωση για θρησκευτικά και ιστορικά θέματα, συνάγουν το συμπέρασμα ότι η αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού οφείλεται σε μεταγενέστερη προσθήκη στο έργο του. Αυτό ενισχύεται κι από το γεγονός ότι ο Ωριγένης (3ος αιώνας), πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας, κατηγορεί σε κείμενό του τον Ιώσηπο ότι δεν δέχεται πως ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος μεσσίας της ιουδαϊκής θρησκείας. Αντίθετα, ο Ευσέβιος που έζησε τον 4ο αιώνα, θεωρεί δεδομένη την αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού ως μεσσία. Έτσι συμπεραίνεται ότι η προσθήκη στα γραπτά του Ιώσηπου (XVIII, 63 κ.ε., XX, 200 κ.ε.) έγινε εκείνο το χρονικό διάστημα (βλέπε επίσης το Bautz, Kirchenlexikon - Εκκλησιαστικό Λεξικό).


Το Ταλμούδ αναφέρεται στον Ιησού σε κεφάλαιο που γράφτηκε τον 3ο αιώνα, τον ονομάζει όμως τις πιο πολλές φορές Μπεν Σταντά ή Μπεν Παντιρά και τον συνδέει με πρόσωπα και περιστατικά που συνέβησαν περίπου 100 χρόνια πριν από αυτά που αναφέρονται στα Ευαγγέλια. Την εποχή που γράφτηκε αυτό το μέρος του Ταλμούδ υπήρχε όμως ήδη εξάπλωση του χριστιανισμού και γι' αυτό είναι ανεξήγητη η αντίφαση. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στο Ταλμούδ καταγράφηκαν όχι οι «επίσημες» χριστιανικές απόψεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα, αλλά εκείνες κάποιας από τις πολλές χριστιανικές κοινότητες που είχαν δημιουργηθεί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Ο διακεκριμένος στωικός φιλόσοφος Σενέκας (Lucius Annaeus Seneca, ~4-65 μ.Χ.) που έζησε τον 1ο χριστιανικό αιώνα, αν και εκφράζει στα έργα του φιλοσοφικές απόψεις που δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές του χριστιανισμού και γι' αυτό επαινείται από τους πατέρες Τερτυλλιανό και Ιερώνυμο, δεν κάνει στα έργα του καμία αναφορά στον Ιησού και στους χριστιανούς, παρότι σχολιάζει επιπτώσεις στην πολιτική της Ρώμης από διάφορα σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα της εποχής. Γι' αυτό πιθανολογείται ότι, αυτό που καθιερώθηκε αργότερα ως «χριστιανική διδασκαλία», έχει εμπλουτιστεί, μεταξύ άλλων, με υλικό από τη φιλοσοφία του Σενέκα και όχι ότι ο Σενέκας απηχεί τις, έτσι κι αλλιώς ακόμα αδιαμόρφωτες, χριστιανικές απόψεις. Εννοείται, η ιστορία ότι ο Παύλος αλληλογραφούσε με τον Σενέκα και για επιβεβαίωση κυκλοφορούσε κάποτε μια συλλογή από επιστολές τους, αποτελεί μια ακόμα μυθοπλασία που είχε στόχο να δημιουργήσει μια λαμπερή εικόνα για τους κοινωνικά και διανοητικά ενδεείς εκπροσώπους της νέας θρησκείας.  

Ο ιστορικός Τάκιτος (Publius Cornelius Tacitus, ~56-115/120), για τον οποίο υπάρχουν μόνο διάσπαρτες πληροφορίες, αναφέρεται στους χριστιανούς στο βιβλίο του «Χρονικά» με εχθρικό ύφος, πράγμα που σημαίνει ότι κατά το δεύτερο χριστιανικό αιώνα είχαν ήδη συγκροτηθεί και ήταν υπολογίσιμες οι ομάδες οπαδών του χριστιανισμού, οι οποίοι οπαδοί διαμόρφωσαν σταδιακά αυτό που θεωρείται σήμερα ιστορία του Ιησού. Τα κείμενα του Τάκιτου που γνωρίζουμε σήμερα, είναι αντίγραφα που έγιναν από μοναχούς, στο διάστημα 9ος-11ος
αιώνας μ.Χ. και από τα συγγράμματα αυτά λείπει η εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου από το έτος 28 μέχρι το έτος 34 μ.Χ., δηλαδή μιας πολύ σημαντικής περιόδου για το χριστιανισμό.

Άρα, δεν είναι διαθέσιμη κάποια έγκυρη έκδοση αυτών των κειμένων. Πιθανόν μέρος των χειρογράφων του Τάκιτου να είχε καταστραφεί ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επειδή οι περιγραφές του δεν ταίριαζαν στις μυθοπλασίες που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της συγκροτούμενης θρησκείας.

Ο Σουητώνιος (Gaius Tranquillus Suetonius, 75-160) που ήταν σύγχρονος του Τάκιτου, περιγράφει διωγμούς χριστιανών από τον Νέρωνα και τους αναφέρει περιφρονητικά ως «είδος ανθρώπων που είχαν προσηλωθεί σε κάποια καινούργια και βδελυρή δεισιδαιμονία». Επίσης στο έργο του «Κλαύδιος» αναφέρεται ο ιστορικός στην «...υποκίνηση των Εβραίων από κάποιον Χρηστό ...»

Αυτό δεν αποτελεί βέβαια μαρτυρία για την ιστορική παρουσία του Ιησού αλλά καταγραφή πληροφοριών. Το γεγονός όμως ότι ο άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και γραμματικής Σουητώνιος έγραψε Χρηστός (που ήταν τότε όνομα δούλων, χρήσιμος, καλός) αντί του Χριστός (χρισμένος), έχει δώσει λαβή σε υποψίες ότι αυτή η φράση προστέθηκε μεταγενέστερα από ανθρώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού με ελλιπή παιδεία.

Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαιτέρως είναι το γεγονός ότι, τόσο ο βιογράφος, ιστορικός και δοκιμιογράφος Πλούταρχος που έζησε στο διάστημα 50-120 μ.Χ., όσο και ο ιστορικός και περιηγητής Παυσανίας που έζησε περίπου από το 110-115 μ.Χ. έως περίπου το 180 μ.Χ., οι οποίοι γνώριζαν άριστα τον ελληνόφωνο χώρο και περιγράφουν ιστορικά, πολιτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά θέματά του, δεν κάνουν καμία αναφορά, ούτε για χριστιανούς, ούτε για τον αρχηγός τους, οι οποίοι, σύμφωνα με την καθιερωμένη μυθοπλασία, προσέλκυαν μεγάλους αριθμούς νέων πιστών...


Στο χάρτη της εικόνας που περιέχεται σε σχολικά βιβλία και άλλα χριστιανικά έντυπα, φαίνεται ότι περί τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. είχαν εκχριστιανιστεί όλη η Μικρά Ασία και μεγάλα τμήματα της Ελλάδας και της Παλαιστίνης. Κι όμως οι δύο οξυδερκείς παρατηρητές των κοινωνιών και της ιστορίας τους δεν παρατήρησαν ή δεν σημείωσαν οτιδήποτε σχετικό. Το πιθανότερο είναι λοιπόν ότι οι χριστιανικές ομάδες ήταν ολιγάριθμες και χωρίς αξιόλογη προσέλευση και πήραν έκταση με την κρατικοποίηση αυτής της θρησκείας και την επιβολή της ως μοναδικής και υποχρεωτικής στα τέλη του 4ου αιώνα.

Αναφορές στον Ιησού γίνονται σε επιστολή ενός Πόπλιου Λεντούλου (Publius Lentulus) που αναφέρεται σε μεταγενέστερα κείμενα ως Ρωμαίος στρατιωτικός διοικητής στην Ιερουσαλήμ. Η επιστολή αποτελεί αναφορά προς τη Γερουσία της Ρώμης και στον Τιβέριο που ήταν αυτοκράτωρ στα έτη 14-37 μ.Χ. και περιλαμβάνει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Ιησού, όπως το μέτριο ανάστημά του (statura procerus, mediocris et spectabilis), το χρώμα των μαλλιών του κ.ά.

Η επιστολή αυτή εμφανίστηκε πρώτη φορά κατά το 13ο αιώνα στη Ρώμη ως ανακαλυφθείσα ανάμεσα σε διάφορα χειρόγραφα και φυσικά αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Ήδη το γεγονός ότι αναφέρονται στο κείμενό της χαρακτηρισμοί, όπως «προφήτης της αλήθειας», «υιός του θεού» και «Ιησούς Χριστός» δείχνουν ότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, δεδομένου ότι οι δύο πρώτοι όροι προέρχονται από την ιουδαϊκή θρησκεία και δεν είχε λόγο να τους χρησιμοποιεί ένας Ρωμαίος αξιωματικός, η δε ονομασία Χριστός για τον Ιησού είναι ιστορικά μεταγενέστερη και δεν είναι δυνατόν να είχε χρησιμοποιηθεί σε ανύποπτο χρόνο. Η σύγχρονη «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρει ότι Ρωμαίος διοικητής με τέτοιο όνομα δεν υπήρξε ποτέ στην Ιουδαία και δέχεται ότι η επιστολή αυτή είναι χαλκευμένη («Τhere never was a Governor of Jerusalem; no Procurator of Judea is known to have been called Lentulus, a Roman governor would not have addressed the Senate, but the emperor, a Roman writer would not have employed the expressions, "prophet of truth", "sons of men", "Jesus Christ". The former two are Hebrew idioms, the third is taken from the New Testament.»).

Πέρα από αυτές τις (αμφιλεγόμενες) αναφορές, δεν υπάρχει κάποια ιστορική περιγραφή της ζωής του Ιησού. Ο ιστορικός μελετητής και συγγραφέας Michael Paulkovich κατέγραψε τα έργα 126 συγγραφέων που έζησαν από τον πρώτο μέχρι τον τρίτο αιώνα και πρέπει να είχαν αντιληφθεί αυτά που περιγράφονται στις χριστιανικές γραφές. Κανείς μα κανείς δεν έχει σημειώσει οτιδήποτε για κάποιον τόσο διάσημο όσο ο υποτιθέμενος Ιησούς, πέρα από τα προαναφερθέντα που είναι, είτε πλαστογραφίες είτε παρερμηνείες.


Οι 126 «σιωπηροί» ιστορικοί συγγραφείς: κανείς δεν αναφέρει
οτιδήποτε έγκυρο για τον Ιησού που ανακηρύχθηκε υιός θεού κ.λπ.

Ακόμα και η ημερομηνία γεννήσεώς του Ιησού δεν είναι γνωστή, παρότι ακριβώς αυτό το έτος γεννήσεως έχει καθοριστεί ως η αρχή της σύγχρονης χρονολογήσεως. Το έτος γεννήσεως του Ιησού εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ τού 4 και του 1 π.Χ. Η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γεννήσεως δεν έχει σχέση με τον Ιησού, αλλά ταυτίζεται με την ημέρα γεννήσεως προχριστιανικών θεϊκών μορφών (Μίθρας) και με ρωμαϊκές εορταστικές εκδηλώσεις. Στη χριστιανική Ρώμη καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως εορτή τής γεννήσεως το έτος 354, στην Κωνσταντινούπολη το 379 και στην Αντιόχεια το 388. 

Οι σύγχρονοι Ιστορικοί εκτιμούν ότι τα αναγραφόμενα στα Ευαγγέλια και τις υπόλοιπες γραφές, εφόσον δεν είναι μεταγενέστερες προσθήκες και προσαρμογές, αποτελούν σύμπτυξη ιστοριών από τη ζωή και τις δραστηριότητες πολλών δεκάδων θρησκευτικών
θαυματοποιών διδασκάλων, οι οποίοι έζησαν και δίδασκαν στην Παλαιστίνη εκείνους τους αιώνες και θεωρούσαν τον εαυτό τους προφήτη και μεσσία. Ένας ή περισσότεροι από αυτούς πιθανόν να ονομάζονταν Ιησούς, όνομα που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στην περιοχή. Κατά μία εκδοχή, μάλιστα, είναι πιθανόν να ταυτίζεται η δραστηριότητα του ευαγγελικού Ιησού με εκείνη του Ιωάννη του βαπτιστή, κατ' άλλους με του νεοπυθαγόρειου φιλοσόφου Απολλώνιου Τυανέα.

Για τα χρόνια από τη γέννηση μέχρι τη δημόσια εμφάνιση του Ιησού, η οποία τοποθετείται σύμφωνα με αναφορές στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο περί τα έτη 28-29, δεν υπάρχουν επίσης ιστορικά στοιχεία. Αναφορές για τη σταύρωση τού ευαγγελικού Ιησού ομοιάζουν με υπαρκτά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα χρόνια διοίκησης του Πόντιου Πιλάτου (26-36). 


Πάντως, ο Πόντιος Πιλάτος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο, που αλληλογραφούσε μάλιστα με τον Σενέκα τον Πρεσβύτερο (54 π.Χ.–39 μ.Χ.), πάνω σε πολιτικά και στρατιωτικά θέματα της αυτοκρατορίας. Στις επιστολές Πιλάτου-Σενέκα (που έχουν διασωθεί και είναι διαθέσιμες στους ιστορικούς) δεν αναφέρεται κανένας Ιησούς και όλες οι άλλες ιστορίες που περιέχονται στα ευαγγέλια των χριστιανών.

Η θανάτωση στο σταυρό επιβαλλόταν κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο για πολιτικά εγκλήματα σε μη Ρωμαίους πολίτες. Η σταύρωση λοιπόν του Ιησού που εκτιμάται ότι έγινε στα έτη μεταξύ 29 και 31, πρέπει να είναι συνέπεια καταδίκης του για εξέγερση κατά της αυτοκρατορίας.

Η χριστιανική θεολογία έχει συμπυκνώσει τις απαντήσεις της στην αμφισβήτηση της ύπαρξης του ευαγγελικού Ιησού σε 48 επιχειρήματα, τα οποία καταρρίπτονται όμως από ιστορικές και συγκριτικές θεολογικές μελέτες.

Από τα προαναφερόμενα δεν αποκλείεται να υπήρξε κάποιος «προφήτης» Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο, δεδομένου ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άλλοι απλοί άνθρωποι στον τότε γνωστό κόσμο, για τους οποίους σε καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρεται οτιδήποτε. Πιθανό είναι λοιπόν να υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο —ένας μαραγκός που σαλτάρισε στην ηλικία των 30 ετών και θεώρησε ότι είναι υιός θεού—, αλλά τίποτα από αυτά που μεγαλοποιούν τα ευαγγέλια και οι επαγγελματίες πιστοί, δεν ευσταθεί. Δηλαδή δεν θα έδωσε καμιά αφορμή, με συζητήσεις περί το άτομό του, με μαζικές συναθροίσεις προσώπων, με θαύματα κλπ. κλπ., ώστε να αναφερθούν σ' αυτόν οι Ιστορικοί της εποχής.
Δεκτή οποιαδήποτε διορθωτική, βελτιωτική, απορριπτική ή επαινετική παρατήρηση!