12 September 2006

Τεχνοφοβία και οπισθοδρομικότητα...

......
Η συζήτηση επιβιώνει στην εποχή του SMS
Παρά τους κινδύνους λόγω της ηλεκτρονικής οχλαγωγίας,
ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει εγκαταλείψει την αρχαία αυτή τέχνη

Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο εξαιρετικό συνομιλητή; Οταν μια κυρία μού περιέγραψε έτσι κάποιον γνωστό της, τη ρώτησα σε τι οφειλόταν η επιτυχία του. Σε ποια θέματα είχε λάμψει ώστε να αξίζει τον έπαινό της; Δεν θυμόταν. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ήταν τρεις λέξεις που εκείνος είχε προφέρει, κι αυτές ήταν: «Αλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον!».

Λέγεται ότι η τέχνη της συζήτησης χάνεται. Πεθαίνει μέσα σε μια κόλαση από τηλεοράσεις, κινητά τηλέφωνα, SMS, email, iPod, μπαρ με δυνατή μουσική. Εκεί συναντάει άλλα ωραία πράγματα που και αυτών έχει ανακοινωθεί ο θάνατος, όπως οι έφηβοι με καλούς τρόπους, οι εύγευστες ντομάτες και τα μυθιστορήματα. Σήμερα κανένας δεν συζητάει. Ολοι κραυγάζουν και στέλνουν ηλεκτρονικά μηνύματα.

Αυτό υποστηρίζει ο κοινωνικός ιστορικός Στίβεν Μίλερ στο νέο του βιβλίο «Conversation: A History of a Declining Art» («Συζήτηση: Η ιστορία μιας παρακμάζουσας τέχνης»). Αν έχει δίκιο σε αυτά που λέει, οδεύουμε προς τα πίσω, πέφτουμε από τα ύψη της τονωτικής, ζωντανής ανθρώπινης επικοινωνίας στον παλαιολιθικό αφηγητή του Ε.Μ. Φόρστερ, που «το υπναλέο ακροατήριό του κρατιόταν ξύπνιο μόνο με τη βοήθεια της αγωνίας». Αν έχανε την προσοχή τως ακροατών του, τον σκότωναν ως άχρηστο. Η Σεχραζάντ είχε το ίδιο πρόβλημα. Ωστόσο, η αφήγηση ιστοριών, οσοδήποτε καλή, είναι μισή μόνο συζήτηση.

Ο Μίλερ ξεκινά με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Κικέρωνα, οι οποίοι πρώτοι παρατήρησαν ότι η ελεύθερη συζήτηση, επειδή είναι πρόσκαιρη και αλογόκριτη, αποτελεί το θεμέλιο του ελεύθερου λόγου. Η συζήτηση ήταν πάντα απειλή για τον αυταρχισμό. Εξ ου και η γοητεία που άσκησε στον Διαφωτισμό. Για τον Μονταίνιο, ήταν πνευματική γυμναστική, η «καρποφόρα και φυσική άσκηση του νου», σε αντίθεση με τη «νωχελική, ασθενική κίνηση» του διαβάσματος. Για τον Σουίφτ, τον Τζόνσον, τον Χιουμ και τους δοκιμιογράφους του 18ου αιώνα, η συζήτηση ήταν το κοινωνικό λιπαντικό της λέσχης και του καφενείου. Η Λαίδη Μαίρη Γουότλεϊ Μόνταγκιου και η Κυρία Θραλ απέδειξαν πως αυτή η έλλειψη κανόνων και επισημότητας που χαρακτηρίζουν την ελεύθερη συνομιλία έδωσε τη δυνατότητα στις γυναίκες να επισκιάσουν τους άντρες στους κοσμικούς κύκλους. Η συζήτηση έγινε ευφημισμός για το σεξ.

Φταίει ο... καλός φωτισμός

Οι ιστορικοί του πολιτισμού είδαν αυτή τη χρυσή εποχή της συζήτησης να καταστρέφεται από επιθετικές καινοτομίες. Τα φτηνά βιβλία και οι εφημερίδες αποθάρρυναν τη συνομιλία. Βικτωριανοί παρατηρητές διεκτραγώδησαν το γεγονός ότι ο καλύτερος φωτισμός στα σπίτια έκανε τους ανθρώπους να διαβάζουν αντί να μιλάνε. Με αποτέλεσμα ο Τοκβίλ να προσάψει στους Αγγλους μια «παράξενη αντικοινωνικότητα, συγκρατημένη και σκυθρωπή». Και ο Οργουελ, τον 20ό αιώνα, ήταν πεπεισμένος ότι το ραδιόφωνο και άλλοι «μοναχικοί, μηχανικοί τρόποι αναψυχής» καταδίκαζαν σε θάνατο τη συζήτηση. Τον καιρό της Βιρτζίνια Γουλφ, η συζήτηση είχε υπονομευθεί από τη συμβατικότητα. Η συγγραφέας είπε κάποτε ότι μια ευφυής παρατήρηση την ώρα του τσαγιού αντιμετωπίζεται σαν «ατύχημα που το αγνοούσε κανείς, σαν μια κρίση φταρνίσματος ή σαν να στραβοκατάπινε κάποιος ένα κουλουράκι». Για τη Ρεμπέκα Γουέστ, η συζήτηση ήταν μια ψευδαίσθηση, «ο θόρυβος διαπλεκόμενων μονολόγων».

Ο Μίλερ, λοιπόν, δεν είναι ο πρώτος που παρατηρεί μια παρακμή στην πιο εγκεφαλική των απολαύσεων. Βλέπει απειλές στη συζήτηση σε κάθε πολιτιστική μόδα, από την πολιτική ορθότητα που χαρακτηρίζει ως ταμπού λέξεις και θέματα μέχρι την αντικουλτούρα των σίξτις και την εμμονή της στην αυθεντικότητα, τον εγωτισμό και τη νοοτροπία «όσα πάνε κι όσα έρθουν». «Κάνει συζήτηση ο Εμινεμ;», ρωτάει ο Μίλερ. Οχι, ο λόγος του χάνεται μέσα στην κακοφωνία του ραπ, του θυμού, της μαγκιάς, του σαρκασμού. Οταν ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι προκλήθηκε από έναν συνάδελφο να συζητήσει απαντώντας σε συγκεκριμένες ερωτήσεις στη Γερουσία, έμεινε σα χαμένος. Μέσα σ’ εκείνο τον ναό της πολιτικής ομιλίας, στοιχειωμένο από τα φαντάσματα των ρητόρων και τη σκιά της μεγαλόπρεπης Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου, το μόνο που μπόρεσε να μουρμουρίσει ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ένα «άντε στο διάολο!». Ηταν, όπως έγραψε ο σχολιαστής Ράσελ Μπέικερ, «η απόλυτη κατάντια της γλώσσας».

Εικονική επαφή

Επειδή η συζήτηση απαιτεί μικρή προσπάθεια, η τεχνολογία έχει επινοήσει αυτά που ο Μίλερ αποκαλεί «συσκευές αποφυγής συνομιλίας». Το να υποχρεωθείς να μιλήσεις σε αγνώστους θεωρείται ενοχλητικό, έτσι πολλοί κυκλοφορούν μ’ ένα iPod ή ένα κινητό τηλέφωνο μονίμως κολλημένο στο αυτί τους. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια υποκαθιστούν την ανθρώπινη επαφή με την εικονική, ενώ τα μηνύματα με το κινητό και η ηλεκτρονική αλληλογραφία υποκαθιστούν το παλιομοδίτικο τηλεφώνημα. Παρ’ όλο που αυτό μπορεί να έχει αναζωογονήσει την προ πολλού αχρηστευμένη επιστολή, τα email και τα SMS είναι φτωχά υποκατάστατα της ζωντανής συνομιλίας. Η εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ» αναφέρθηκε σε μια οικογένεια έξι ατόμων στης οποίας το σπίτι υπήρχαν, μεταξύ άλλων συσκευών, εννέα τηλεοράσεις, έξι υπολογιστές, έξι κινητά, τρία στέρεο και δύο DVD player. Τα μέλη της σπανίως μιλούσαν μεταξύ τους. Οταν πεινούσαν, κατάπιναν στα γρήγορα το φαγητό τους για να επιστρέψουν στις ηλεκτρονικές φωλιές τους. Γι’ αυτούς, η συζήτηση ήταν κάτι αχρείαστο: την είχε αντικαταστήσει η ανταλλαγή μικρών προτάσεων με απολύτως απαραίτητες πληροφορίες.

Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται όχι για να συζητήσουν αλλά για να προβάλουν τον εαυτό τους. Σε συσκέψεις, σε μπαρ και σε πάρτι, οι μετέχοντες λειτουργούν με το σύστημα του μονολόγου. Μόλις που έχεις χρόνο για μια έξυπνη ατάκα προτού σε διακόψουν. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το πνευματικό γυμναστήριο του Μονταίνιου, κι ακόμα λιγότερο γι’ αυτό που ο φιλόσοφος Μάικλ Οουκσοτ αποκαλούσε «απρογραμμάτιστη διανοητική περιπέτεια». Ακόμα και η καινούργια μόδα των ομάδων «ανάγνωσης και συνομιλίας» δείχνει ότι η συζήτηση προκαλεί πλέον τόση αμηχανία που χρειάζεται τις τυπικότητες μιας οργανωμένης εκδήλωσης. Η «φοβία της συζήτησης» έχει πολλά θύματα.

Υπάρχει ελπίδα

Ο Μίλερ δεν είναι απόλυτα απαισιόδοξος. Παραθέτει αυτό που είπε ο Χιουμ, ότι «η ροπή προς τη συντροφιά και την κοινωνική συναναστροφή είναι ισχυρή σε όλα τα νοήμονα όντα». Νομίζω όμως ότι υποτιμά πολύ αυτή τη διαίσθηση του Χιουμ. Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει ένα τέταρτο του αιώνα πριν, ότι η παθητική δραστηριότητα της παρακολούθησης τηλεόρασης θα μπορούσε να αντικατασταθεί από την πιο ενεργητική της ηλεκτρονικής ανταλλαγής; Φαινόμαστε σαν να είμαστε σε διαρκή κατάσταση συνομιλίας. Ο στρατός των ζόμπι που περιπλανιέται στους δρόμους των πόλεων μιλώντας στον αέρα, συζητάει. Το τηλέφωνο δεν είναι πια αυτό που ήταν για τους γονείς μου, το μέσον για να μεταδώσεις ένα βιαστικό, επείγον μήνυμα. Είναι μέσον συζήτησης. Και τι είναι το blog παρά ένα ψηφιακό καφενείο, που του λείπει μόνο ο σεβασμός στο αξίωμα του Σουίφτ ότι ο πιο θανάσιμος κίνδυνος για τη συζήτηση είναι ένας βαρετός συνομιλητής;

Αναλλοίωτοι κανόνες στο πέρασμα των αιώνων

Μπορεί ο 18ος αιώνας να ήταν η χρυσή εποχή γι’ αυτή την τέχνη. Ομως στο πέρασμα του χρόνου, στις γενιές που διαδέχονταν η μια την άλλη, δεν φάνηκε να μειώνεται η τάση για ανθρώπινη οικειότητα που είναι η ουσία της καλής συζήτησης. Βλέπω τα νεαρά αγόρια και κορίτσια που συγκεντρώνονται στα πάρκα ή έξω από τα μπαρ και μου φαίνονται ότι συνεχώς βρίσκονται εν μέσω ζωηρής συζήτησης. Το γεύμα με φίλους, οι περίπατοι με παρέα, το σαββατοκύριακο, οι διακοπές, εξακολουθούν να απαιτούν τη δεξιότητα της συζήτησης. Η πληθώρα των μοδάτων ρεστοράν προσφέρουν ένα σκηνικό όχι μόνο για τη γαστρονομία αλλά και για τη συνομιλία (παρ’ όλο που όταν ρώτησα τον Τέρενς Κόχραν γιατί τα ρεστοράν του είναι τόσο θορυβώδη μου απάντησε ότι ήταν επειδή τα νεαρά άτομα νιώθουν αμηχανία όταν είναι υποχρεωμένα να συζητήσουν).

Οι κανόνες της καλής συζήτησης δεν έχουν αλλάξει με την πάροδο των αιώνων. Από τον καιρό του Κικέρωνα οι ειδικοί συμβουλεύουν ποτέ να μη συζητάμε με πολλούς γιατί, όπως είπε ο Σουίφτ, «στη μεγάλη παρέα, ελάχιστοι ακούνε». Μας λένε να είμαστε σύντομοι, να μη διακόπτουμε και να προσέχουμε να μη γινόμαστε βαρετοί. Να αποφεύγουμε τα ανέκδοτα. Να αναφερόμαστε σε άλλους αλλά όχι στον εαυτό μας. Να ακούμε τους συνομιλητές μας και να είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε γνώμη. Και πάνω απ’ όλα, να σεβόμαστε τους κανόνες της ευγένειας. Οταν ο Δρ Τζόνσον βρέθηκε σε ένα γεύμα μαζί με τον μισητό εχθρό του Γουίλκς, ο σεβασμός του για τον οικοδεσπότη τον έκανε να δαμάσει το θυμό του και να μιλήσει, και τελικά χάρηκε τη βραδιά. Αυτή η πειθαρχία, η υποταγή του θυμού στους καλούς τρόπους, αποτελεί το κλειδί για την αναζωογονητική, ελεγχόμενη αναρχία που είναι η καλή συζήτηση.

Ολοκληρώνοντας το πόνημά του για την ιστορία του δυτικού πολιτισμού, ο Κένεθ Κλαρκ αναζήτησε την ουσία του και τη βρήκε σ’ αυτή την συνθήκη της ευγένειας. Την αποκάλεσε «το τελετουργικό με το οποίο αποφεύγουμε να πληγώσουμε ο ένας τον άλλο για να ικανοποιήσουμε το εγώ μας». Διά μέσου της ιστορίας, η ευγένεια έχει προσφέρει στους ανθρώπους την αυτοπεποίθηση να συνδιαλέγονται δημιουργικά κι έτσι να ανεβαίνουν την κλίμακα της ευφυΐας. Κάθε γενιά σωστά θεωρεί το τελετουργικό αυτό ιερό και φοβάται για το μέλλον του. Προς το παρόν, δεν φαίνεται να κινδυνεύει.

The Guardian, Καθημερινή 3/9/06
'Αλλες θέσεις περί τεχνοφοβίας και οπισθοδρομικότητας εδώ