21 May 2006

Οπισθοδρομικότητα

...
Στον αντίποδα των διεργασιών επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου λειτουργούν δυνάμεις της οπισθοδρόμησης που δεν ταυτίζονται με τους σκεπτικιστές. Πρόκειται για τους οργανωμένους μηχανισμούς που προσφέρουν «θρησκευτικές υπηρεσίες». Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί προσπάθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα (και προσπαθούν ακόμα σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας) να αποτρέψουν την ελεύθερη διάδοση της γνώσης και την αυτόνομη ανάπτυξη των επιστημών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, απ' τη μια πλευρά να καθυστερήσουν παλαιότερα στην Ευρώπη οι επιστημονικές ανακαλύψεις και επινοήσεις, καθώς και η αξιοποίησή τους για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και της κοινωνικής ζωής γενικότερα, απ' την άλλη πλευρά δε να συνεχίζεται σήμερα η χειραγώγηση των ανθρώπων σε πολλά μέρη της Γης και να επιφυλάσσεται για αυτούς μία ζωή γεμάτη στερήσεις, απαγορεύσεις, αναξιοπρεπή διαβίωση και ασθένειες.
Στις αρχές του 21ου αιώνα οι θρησκευτικές αντιλήψεις και εξηγήσεις για τη φύση και την κοινωνία έχουν υποχωρήσει σημαντικά και τη θέση τους παίρνουν οι ορθολογικές ερμηνείες της επιστήμης. Η θρησκεία, η οποία εκμεταλλεύεται το φόβο του ανθρώπου για το θάνατο -όσοι εξ αυτών δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν αυτή τη φυσική διεργασία ορθολογικά- και στηρίζεται σε υπερ- ή παραφυσικές ερμηνείες για τη φύση και την κοινωνία, παύει σταδιακά, με τη διεύρυνση της επιστημονικής γνώσης και τη βελτίωση στην οργάνωση της κοινωνίας, να αποτελεί σημαντικό ψυχολογικό μηχανισμό που βοηθά στην επιβίωση του ανθρώπου. αυτός ο ρόλος εγκαταλείπεται στην επιστήμη και στο «κοινωνικό κράτος»! Η επιστήμη, από την πλευρά της, η οποία μελετάει γεγονότα τής ελεύθερα προσβάσιμης εμπειρίας και στηρίζεται στην επιστημονική μεθοδολογία για να εξηγήσει τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, υποκαθιστά τη θρησκεία και την παράδοση στις αντιλήψεις και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, από γενιά σε γενιά, αργά αλλά σταθερά.

Η διάσταση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης



Αφότου άρχισε ο πρωτόγονος άνθρωπος να αντιλαμβάνεται το φυσικό του περιβάλλον, έδινε σε κάθε φαινόμενο αμιγώς «θεολογικές» ερμηνείες. Δηλαδή ταύτιζε κάθε ήχο, κάθε κίνηση, κάθε τι που παρατηρούσε στη στεριά, στη θάλασσα και στον αέρα με κάποιο θεό, κάποιο πνεύμα, κάποια αόρατη δύναμη, η οποία ασχολείτο διαρκώς μαζί του, τον παρακολουθούσε και επηρέαζε τη ζωή του. Αυτά τα αόρατα «όντα» έπρεπε να εξευμενιστούν με σωστή συμπεριφορά, με δωρεές, με αναπομπή ευχών και επικλήσεων, με θυσίες κ.ά. Σταδιακά υποχωρούν όμως οι θεολογικές ερμηνείες και τη θέση τους παίρνουν οι «φυσικές» ή, όπως λέμε σήμερα, οι επιστημονικές.


Το ιερατείο στη φαραωνική Αίγυπτο διαπίστωσε κάποια εποχή ότι «εξευμενίζονταν» οι θεοί και δεν έριχναν πια κεραυνούς πάνω στους ναούς που εξείχαν στην επίπεδη έρημο, όταν τοποθετούνταν γύρω σ' αυτούς μεταλλικές ράβδοι με χρυσές αιχμές, οι οποίες ράβδοι είχαν στερεωθεί στο έδαφος και γίνονταν οι ίδιες στόχος των «θεϊκών κεραυνών». Η γνώση είχε επηρεάσει τη θεολογία, αρκούσαν μερικές μεταλλικές ράβδοι για να αλλάξουν τις «διαθέσεις» των θεών!


Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν κατά τα βαβυλωνιακά πρότυπα ότι τα ορατά από τη Γη ουράνια σώματα ήταν «θεϊκές μονάδες με αυτοτελή βούληση» που επιδρούσαν στη ζωή των ανθρώπων. Αυτές τις αντιλήψεις αμφισβήτησαν διάφοροι αστρονόμοι και φιλόσοφοι της ελληνικής και ελληνιστικής εποχής, όπως ο Επίκουρος, ο οποίος θεωρούσε ότι τα ουράνια σώματα πήραν από την αρχή το σφαιρικό τους σχήμα και την αναγκαιότητα και περιοδικότητα των κινήσεών τους, και δεν αποτελούν «μακάριες και άφθαρτες οντότητες». Οι θεοί, κατά την επικούρεια αντίληψη, δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα, δεν κάνουν χάρες και δεν δέχονται δώρα. Η άποψη του Επίκουρου δεν επεκράτησε μεν, επειδή ήταν επίσης μία εικασία, όπως εκείνες των Πλάτωνα και Αριστοτέλη, η σημασία της έγκειται όμως στο ότι αποτελεί μία φάση στη συνεχή διαπάλη μεταξύ της φυσικής θεώρησης των πραγμάτων και της θρησκευτικής οπισθοδρομικότητας. Πέρα απ' αυτά, σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Επίκουρος είχε δίκιο!


Ακολούθησαν πολλές και διάφορες ανάλογες υποχωρήσεις ή αντιστάσεις των θρησκευτικών δοξασιών και δογμάτων, όσο προχωρούσε η συσσώρευση γνώσεων για τη φύση και την κοινωνία. Κατά το Μεσαίωνα οργανώνονταν λιτανείες και αναπομπή δεήσεων για να διασωθεί η κάθε πόλη από την επερχόμενη πανούκλα (μαύρος θάνατος). όλες οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης έχουν ακόμα σε κεντρικό σημείο τους «στήλες πανούκλας». Με την ανακάλυψη του αίτιου για την πανούκλα και τις άλλες όμοιες επιδημικές ασθένειες και την εξάλειψή τους με ιατρικά μέσα, ξεχάστηκαν οι δεήσεις και επικλήσεις και οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι αγνοούν ακόμα και για ποιο λόγο στήθηκαν οι συγκεκριμένες στήλες.


Στα τέλη του 13ου αιώνα κυκλοφόρησε στο Βυζάντιο ένα αντιδυτικό πόνημα για να αποδείξει τις «αιρετικές» απόψεις των Φράγκων, στο οποίο αναπτύσσεται, πώς «στηρίζουν τον ουρανό τριάντα άγγελοι, δώδεκα κολώνες και δώδεκα αψίδες», ενώ οι αστραπές και οι βροντές στον ουρανό προκύπτουν από «συγκρούσεις μεταξύ των αγγέλων στο πέταγμά τους» (Κ.Σιμόπουλος: Ξενοκρατία...). Επίσης κατά το Μεσαίωνα θεωρείτο στη Δύση δεδομένο ότι οι άγγελοι έσπρωχναν τους τότε γνωστούς πλανήτες για να συνεχίζουν να περιφέρονται «γύρω από τη Γη». Με εισαγωγή της έννοιας και υπολογισμό της έλξης των ουράνιων μαζών από τον Νεύτωνα, απηλλάγησαν οι άγγελοι του ουρανού από αυτό το έργο, αλλά ακόμα η ζώσα δύναμη (vis vita), κατά μερικές απόψεις η σοφία του θεού, διατηρούσε σταθερή και ανεμπόδιστη τη λειτουργία του σύμπαντος. Κι αυτή την αντίληψη αντικατέστησε όμως η επιστήμη στα μέσαα του 19ου αιώνα με την έννοια της ενέργειας, η οποία παραμένει σε κάθε ενεργειακά απομονωμένο σύστημα σταθερή.


Είναι αναμφισβήτητο ότι οι άνθρωποι προήγαγαν την επιστήμη κατά την Αναγέννηση, άλλοτε επειδή ήλπιζαν πως μέσω αυτής θα καταλάβαιναν καλύτερα τη «σοφία του θεού» (Νεύτων), άλλοτε επειδή πίστευαν στην απόλυτη χρησιμότητα της γνώσης και προπαντός στην εσωτερική σύνδεση της ηθικής, της γνώσης και της ευτυχίας (Βολτέρος) και άλλοτε επειδή πίστευαν ότι με την επιστήμη κατείχαν και αγαπούσαν κάτι ανιδιοτελές, αβλαβές, αύταρκες, αληθινά αθώο, στο οποίο οι κακές παρορμήσεις των ανθρώπων δεν είχαν καμιά θέση (Σπινόζα). Όμως, παρά τις καλές προθέσεις για συμβιβασμό με τα «θεία», η επιστήμη εξελίχθηκε σταδιακά σε αντίπαλο δέος για τη θρησκεία.


Η ανακάλυψη στις αρχές του 21ου αιώνα οργανικού υλικού σε μετεωρίτες που έπεσαν στη Γη, με ηλικία μεγαλύτερη από αυτή του ηλιακού μας συστήματος, αλλά και ο εντοπισμός μεγάλων σύνθετων μορίων, ιδιαίτερα πλούσιων σε άνθρακα, στη σκόνη της ουράς ενός κομήτη (Wind 2), μας οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι η ζωή δημιουργήθηκε ως οργανική ύλη σε άλλα ηλιακά συστήματα, σε άλλα σημεία του σύμπαντος και με τη διαδικασία της αέναης ανακυκλώσεως μεταφέρθηκε στον πλανήτη μας και εξελίχθηκε στη σημερινή μορφή της. Πέρα απ' αυτά, η συζήτηση στην Κοσμολογία έχει απομακρυνθεί από τον παρόντα χώρο και χρόνο και βρίσκεται στην «αρχική έκρηξη» (big bang) και στο ερώτημα, τί υπήρξε πριν από αυτό: ένας θεός δημιουργός ή μήπως η συγκεκριμένη έκρηξη ήταν μία από τις πολλές που επαναλαμβάνονται περιοδικά ή, ακόμα, αν έχουν συμβεί και συμβαίνουν ακόμα πολλές αρχικές και γενεσιουργές εκρήξεις.


Σήμερα, δεν θα διεκδικούσε πρωτοτυπία η ιδέα ότι, αργά ή γρήγορα, θα μετατεθεί και πάλι προς τα πίσω, χρονικά και χωρικά, το σημείο που αρχίζει η επιστημονική αμφιβολία, οπότε οι θεολόγοι θα σπεύσουν να τοποθετήσουν εκεί την παρέμβαση ενός θεού δημιουργού! Οι επιστημονικές εξελίξεις επέρχονται λοιπόν σε όλα τα μέτωπα απρόβλεπτα και ραγδαία και η Αστρονομία, η Βιολογία, η Πληροφορική, η Παλαιο-ανθρωπολογία και η Ψυχολογία έχουν ήδη ανατρέψει τα θεμέλια των περισσότερων θρησκευτικών δοξασιών, ενώ διακεκριμένοι ερευνητές δηλώνουν ότι: «Στην αρχή χρειάστηκε ο θεός για να εξηγηθούν ο Αδάμ και η Εύα. Μετά λεγόταν ότι ο θεός ήταν απαραίτητος για να ξεκινήσει την εξέλιξη των βιολογικών ειδών. Η Κοσμολογία δείχνει, όμως, ότι η ζωή εξελίσσεται παντού, όπου βρεθεί ευκαιρία.» (συνέντευξη του φιλοσόφου, καθηγητή στην Οξφόρδη και στο Tufts, Daniel C. Dennett στο περιοδικό "Der Spiegel", 24-12-2005).


Απ' την άλλη πλευρά, οι διάφοροι θρησκευτικοί μηχανισμοί αδυνατούν να υλοποιήσουν επί αιώνες τον καθ' εαυτό στόχο των θρησκειών και, δραπετεύοντας από το ζωτικό τους λειτούργημα, επεκτείνονται και δραστηριοποιούνται σε άλλα άσχετα πεδία, κατά προτίμηση δε σε πολιτικές και κρατικές αρμοδιότητες και σε κερδοσκοπικές μεθοδεύσεις. Αυτοί ακριβώς οι μηχανισμοί καλλιεργούν, στηρίζουν και εκμεταλλεύονται παραδοσιακά τις ψυχικές καταστάσεις των εξαρτήσεων και της φοβίας, τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν αποτολμούν οτιδήποτε για να τις αποτρέψουν.


Ταυτόχρονα, διάφοροι πολιτικολογούντες θεολόγοι με ροπή προς τον κυνισμό, αναγνωρίζουν μεν την ελλιπή επιχειρηματολογία από την πλευρά των θρησκειών, υποστηρίζουν όμως με αναφορές στις «χρήσιμες ψευδολογίες» που εισήγαγε ως εργαλείο χειραγώγησης του «όχλου» ο Πλάτων ότι, η «αλήθεια» κατέχεται από μια ελίτ και δεν γίνεται αντιληπτή από τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων. Οι μάζες, υποστηρίζουν οι ίδιοι, είναι σκόπιμο να ζουν στο σκοτάδι και είναι αναγκαίο να τρoφοδοτούνται με μυθοπλασίες, γιατί δεν επιθυμούν και μάλλον δεν μπορούν να ζήσουν με την αλήθεια, ακόμα κι αν ήταν σε θέση να την αντιληφθούν! Δεν φαίνεται να θεωρούν δε, οι ίδιοι κυνικοί, άτοπο να συνεχιστεί επ' άπειρον η διατήρηση του λαού στην αμάθεια, όπου αυτό εξαρτάται από το εκάστοτε ιερατείο, μια και η μόρφωση, κατά την άποψή τους, φαίνεται να κάνει μερικούς ανθρώπους δυστυχισμένους.


Αυτή η περιφρονητική αντιμετώπιση του «λαού» δεν είναι καινούργια, αλλά διαχρονική. Ένα από τα πολλά παραδείγματα που μπορούν να αναφερθούν εδώ ενδεικτικά, αφορά τον Καλλίνικο Β', πατριάρχη Κων/πόλεως, ο οποίος απάντησε το έτος 1700 σε ερώτημα για απλοποίηση κάποιου εκκλησιαστικού κειμένου, ως εξής: «... ο χυδαίος λαός απ' αυτά δεν γνωρίζει τίποτα και μόνο ζαλίζεται και σκοτίζεται. Ο κόσμος ο απλούς θέλει να ακούει εκείνα όπου γρικά για να κατανύγεται, όπως βίους αγίων, πανηγυρικούς λόγους και τα τοιαύτα. Αμή γραφικά και μυστηριώδη νοήματα δεν είναι για τον λαόν » (Φίλιππος Ηλιού: Προσθήκες στην ελληνική βιβλιογραφία, Αθήνα 1973.)


Παράλληλα με τους «κυνικούς» επιχειρηματολογούν οι κοινωνιολογούντες θεολόγοι υποστηρίζοντας ότι, ναι μεν τα δόγματα και οι παραδόσεις, αν δεν έχουν χάσει ολικά την αξία τους, σίγουρα έχουν αλλάξει νόημα με την πάροδο των δεκαετιών και των αιώνων, όμως η θρησκεία είναι απαραίτητη για τον «απλό λαό», γιατί με αυτή επιτυγχάνεται κοινωνική συνοχή και χωρίς αυτή θα υπήρχε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Αυτό και άλλα όμοια επιχειρήματα είναι, φυσικά, ανιστόρητα, δεδομένου ότι διάφορες πολυεθνικές, πολυφυλετικές και πολυθρησκευτικές κοινωνίες (π.χ. ΗΠΑ, Βραζιλία, Αυστραλία κ.ά.) έχουν αδιαμφισβήτητη συνοχή και μάλλον διαλυτικές τάσεις θα προέκυπταν, αν επιβαλλόταν σ' αυτές τις κοινωνίες μια ενιαία θρησκεία ή και, γενικώς, θρησκευτικότητα.


Μια συναφής τοποθέτηση με την προηγούμενη προβάλλει την αντίληψη του Ντοστογέφσκι ότι «Αν δεν υπάρχει θεός όλα επιτρέπονται!», άρα χρειάζεται έστω προσχηματικά ένας θεός για να φοβίζει και να «συγκρατεί» τους ανεξέλεγκτους ανθρώπους. Πρόκειται για μια εύχρηστη τοποθέτηση που εντυπωσιάζει σε πρώτη ακρόαση, αναφέρεται όμως σε μια υπανάπτυκτη κοινωνία νομάδων ή δουλοπάροικων που όλοι μάχονται εναντίον όλων και παραβλέπει τελείως τη σημασία τής ολοκληρωμένης παιδείας και τη δυνατότητα επικράτησης της ηθικής στη βάση της ορθολογικής αποδοχής. 


Η πραγματικότητα δείχνει εξάλλου ότι «με το θεό» έχουν τελεστεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην παγκόσμια Ιστορία, τόσο κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, όσο και στην εποχή μας κι αυτό με την κάλυψη και την ευλογία όλων των θρησκειών, κυρίως βέβαια των μονοθεϊστικών εξ αυτών. Το τρομοκρατικό κτύπημα στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης με τις 3-4 χιλιάδες νεκρούς έγινε στο όνομα του «μεγάλου αληθινού θεού» και η ληστρική επιδρομή στο Ιράκ με τις δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τις τεράστιες υλικές καταστροφές πραγματοποιήθηκε μετά από «συνομιλία» του «χριστιανικά αναγεννημένου» προέδρου με τον (επίσης αληθινό) θεό αυτοπροσώπως...


Αποτέλεσμα της τελείως διαφορετικής αντιμετώπισης των ανθρώπων και των προβλημάτων τους - αναγνώριση και σεβασμός από τη μία πλευρά, περιφρόνηση και/ή παραπλάνηση από την άλλη - είναι ότι προκύπτει, εξ αντικειμένου, μια αντιπαλότητα μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, έστω κι αν αυτή δεν ομολογείται. Ειδικότερα, μεταξύ των μονοθεϊστικών θρησκειών από τη μια πλευρά και του ορθολογισμού από την άλλη, υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα εκ προδιαγραφής: σε κανένα σημείο των ιερών βιβλίων τους δεν γίνεται αναφορά στην επιστήμη και την τεχνολογία, στην τέχνη και τον πολιτισμό. Ό,τι συναφές προβάλλεται σήμερα αναχρονικά, προέρχεται από αυθαίρετους συγκρητισμούς που υιοθετήθηκαν στην πορεία και από ύστερες προσθαφαιρέσεις, οι οποίες προκαλούν όμως τεράστιες αντιφάσεις με το αμετακίνητο αρχικό δογματικό οικοδόμημα.


Όσον αφορά τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας, ο εξ ανατολών χριστιανισμός αντικατέστησε μία προϋπάρχουσα αντίληψη για τη φύση και τον άνθρωπο, η οποία περιέκλειε την άμιλλα, τη φιλοκαλία, τη φιλομάθεια, τον προβληματισμό και την αναζήτηση. Το γεγονός ότι δίπλα σε κάθε ιερό του δωδεκαθέου (Νεμέα, Δελφοί, Ολυμπία, Έφεσος, Επίδαυρος κ.ά.), το οποίο ταυτόχρονα ήταν και θεραπευτήριο, υπήρχαν και έχουν διατηρηθεί μέχρι των ημερών μας ένα στάδιο και ένα θέατρο, προϊδεάζει για το αποτέλεσμα μιας σύγκρισης, στο πλαίσιο εκείνης της εποχής, προς θρησκείες μεσανατολικής προέλευσης.


Για το μωαμεθανισμό εκφράζονται αλληλοσυγκρουόμενες εκτιμήσεις: μερικοί μελετητές εικάζουν ότι είναι «αδύνατη η συμφιλιώση του κορανίου με την επιστήμη» (S. Hundington, Χάντιγκτον), ενώ άλλοι θεωρούν ότι είναι δυνατόν «να γίνει το Ισλάμ συμβατό με το σύγχρονο τρόπο ζωής... να τοποθετηθεί το κοράνι στο ιστορικό του πλαίσιο... να αποδεχτεί το Ισλάμ την πρωτοκαθεδρία της επιστήμης και της πολιτικής έναντι της θρησκείας.» (Malek Chebel) - όπως έγινε και γίνεται με το χριστιανισμό και τα ιερά βιβλία του.


Το χάσμα μεταξύ της επιστημονικής προόδου και της θρησκευτικής οπισθοδρόμησης έχει διαμορφώσει σε μερικές κοινωνίες ένα σχιζοφρενικό τρόπο καθημερινής διαβίωσης, κατά τον οποίο, αφενός αξιοποιούνται, όσο το επιτρέπουν οι επιστημονικές και οικονομικές δυνατότητες, οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνικής στην υγεία, την εκπαίδευση, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες, τις κτηριακές κατασκευές, τη βιομηχανική παραγωγή, την ψυχαγωγία κλπ., και αφετέρου αναθεματίζονται με ρητορείες και παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, οι ιστορικές διεργασίες, οι αντιλήψεις και τα πρόσωπα που οδήγησαν μέσα από αγώνες, ανακατατάξεις και επαναστάσεις σ' αυτές ακριβώς τις κατακτήσεις. Η σύγκρουση σ' αυτές τις κοινωνίες μεταξύ τεχνολογικού πολιτισμού (civilisation) και πολιτισμικού επιπέδου (culture) είναι ολοφάνερη!


Η μελέτη της Ιστορίας σε κλίμακα αιώνων δείχνει ότι η αντιπαλότητα μεταξύ επιστήμης και θρησκειών εξελίχθηκε σε σύγκρουση και απέβη, στην Ευρώπη κυρίως από το 17ο αιώνα και μετά, σε βάρος των θρησκειών. κύριο χαρακτηριστικό των τελευταίων αιώνων, ιδίως κατά τον 20ο αιώνα, ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη των καθοδηγητικών παραδόσεων και ο «θρησκευτικός αποχρωματισμός» των μαζών. Ο ασθενής έπαψε να προσφεύγει πια στο ναό για προσευχή, αλλά πηγαίνει στο νοσοκομείο για θεραπεία. Ο φιλομαθής δεν περιορίζεται στα θρησκευτικά βιβλία, αλλά εκμεταλλεύεται ένα πλήθος άλλων πηγών μάθησης και πληροφόρησης, προφορικές, έντυπες και ηλεκτρονικές. Ο ταξιδιώτης δεν χρησιμοποιεί πια το γαϊδουράκι και την άμαξα ή τα πόδια του για να μεταβεί από μια πόλη σε μια άλλη, αλλά αξιοποιεί τα αυτοκίνητα, τα τραίνα, τα πλοία και τα αεροπλάνα για να επισκεφτεί άλλες πόλεις, άλλες χώρες και άλλες ηπείρους.

Επιπτώσεις από την υποχώρηση των θρησκειών



Ως συνέπεια αυτών των αντιφατικών γραμμών εξέλιξης, απ' τη μια μεριά η οπισθοδρομικότητα και προσκόλληση στις «παραδόσεις» της Εκκλησίας και απ' την άλλη οι ραγδαίες και ανατρεπτικές επιστημονικές και τεχνολογικές και μαζί τους, οι συνεπαγόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις δεκαετιών και αιώνων, οδήγησαν μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες όχι στη μαζική αποδοχή της επιστήμης, όπως προέβλεπαν με αφέλεια οι ηγέτες του Διαφωτισμού αλλά, κατά κανόνα, στη διατήρηση ενός «ευσεβισμού» και ταυτόχρονα σε ένα πνευματικό αποπροσανατολισμό, ο οποίος δίνει έναυσμα για την αναζήτηση νεότερων υπερφυσικών «στηριγμάτων». Σημαντικότερα αίτια γι' αυτή την εξέλιξη είναι, αφενός η αδιαφορία ή αδυναμία για κατανόηση των νόμων της φύσης και της κοινωνίας και, αφετέρου, η απουσία ολοκληρωμένης παιδείας.


Οι συνειδητοί «ευσεβιστές» αποτελούν μια μικρή αλλά δυναμικά αυτοπροβαλλόμενη κοινωνική ομάδα, οι οποίοι έχουν διαμορφώσει μια προσωπική «ορθή πίστη». Κατά βάθος τους απασχολεί μόνο η ατομική «σωτηρία» από κάποιες πραγματικές ή υποθετικές ενοχές και πιστεύουν ότι με τη θρησκευτικότητα προσεγγίζουν την επίτευξη των προσωπικών στόχων τους! Ταυτόχρονα επιδιώκουν όμως να επιβάλουν τις αντιλήψεις τους σε άλλους ανθρώπους, σε κοινωνικές ομάδες, σε όλη την κοινωνία, πιθανόν για να επιτύχουν μια αυτο-επιβεβαιώση και δικαίωση δια της ομοιομορφίας. Μια ενδιάμεση ομάδα πιστών, ποσοτικά μάλλον περιορισμένη, καλλιεργεί και προβάλλει ένα καιροσκοπικό ευσεβισμό, ο οποίος περιλαμβάνει μεν πολλές αμφιβολίες, αλλά διατηρεί εφεδρείες για τυχόν μεταθανάτιες εκπλήξεις: «Αν αποδειχθεί ότι έχω άδικο με την πίστη στο θεό, τότε θα έχω χάσει ελάχιστα. αλλά, αν αποδειχθεί ότι έχω δίκιο, τότε θα έχω κερδίσει την αιώνια ζωή.» (Blaise Pascal)


Η συντριπτικά πολυαριθμότερη μερίδα των «ευσεβών» είναι άνθρωποι που συντηρούν, αυτοματικά και αθέλητα, μια περίπου μαγική ατομική θρησκευτικότητα: μείγμα ορμέμφυτης, ενστικτώδους φοβίας για το υπερβατικό άγνωστο, με κατάλοιπα εθιμικών ιδεοληψιών και δεισιδαιμονιών, αλλά και με πλήθος συσσωρευόμενων ανορθολογισμών και κοινωνικών παρεκβάσεων. Η όποια θρησκευτικότητα καλλιεργείται ή επιδεικνύεται από αυτή τηn κατηγορία «ευσεβών» στην καθημερινή ζωή, αποτελεί κατά κύριο λόγο αντίβαρο στις υποχωρήσεις, τις αμέλειες, τις ανεπάρκειες, την παραβατικότητα και την ελλιπή παιδεία και κατάρτιση που συνοδεύουν συχνότατα τον προσωπικό και επαγγελαμτικό βίο τους. Ο καπετάνιος που ξεκινάει από το λιμάνι με κακοσυντηρημένο σκάφος, επισφαλή συστήματα πλοήγησης και επικοινωνιών, με ελλιπή γνώση των καιρικών προβλέψεων, με συναδέλφους ναυτικούς χωρίς επαρκή κατάρτιση, με πιθανόν υπερβολικό ή απαγορευμένο φορτίο και χωρίς τα απαιτούμενα τελωνειακά και φορολογικά έγγραφα, είναι προφανές ότι θα επικαλείται με αυξημένο ζήλο την «προστασία» των υπερβατικών δυνάμεων της όποιας θρησκείας του, προσδοκώντας βοήθεια σε περιπτώσεις κινδύνου από φυσικά φαινόμενα, τεχνικές αστοχίες και/ή υπηρεσιακούς ελέγχους.


Η σταδιακή υποχώρηση των θρησκευτικών «αντιστάσεων» σε όλα τα μέτωπα οδήγησε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα επίσης στο φαινόμενο της υιοθέτησης από θρησκεύοντες διανοούμενους της επιστημονικής ορολογίας και εν μέρει της μεθοδολογίας, αλλά με προφανείς στόχους: άλλοτε την επιβεβαίωση καταγεγραμμένων δογμάτων σε «ιερά βιβλία» και σε αποφάσεις «συνόδων», των οποίων η απόσυρση θα επέφερε κατ' ανάγκην ολική κατάρρευση του θρησκευτικού οικοδομήματος κι άλλοτε τη δυσφήμηση επιστημονικών εξελίξεων, κυρίως στον τομέα της Βιολογίας και Ιατρικής, των οποίων η αποδοχή σε ευρεία κλίμακα αλλάζει στην κοινή αντίληψη την «παραδοσιακή», θρησκευτικής προέλευσης εικόνα του ανθρώπου. Για το σκοπό αυτό αναπτύσσουν οι θρησκευτικοί μηχανισμοί, ιδίως στις ΗΠΑ, αφενός ψευδο-επιστημονικές θεωρίες, αφετέρου συλλέγουν και προβάλλουν επιλεκτικά στοιχεία που οδηγούν στην αποτροπή της διάδοσης της επιστημονικής γνώσης και στη διατήρηση των ιδεοληψιών από τη Μέση Ανατολή.


Έτσι, στην ίδια σύγχρονη κοινωνία, αντίθετα με ότι συνέβαινε σε παλαιότερους αιώνες της ομοιομορφίας, συμβιώνουν παράλληλα πολλές μικροκοινωνίες, με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο, διαφορετική κουλτούρα ασυνέπειας και/ή παραβατικότητας, διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικούς στόχους ζωής, οι οποίες μικροκοινωνίες επικοινωνούν μεταξύ τους περιπτωσιακά και μόνο τυπικά.


Οι άνθρωποι πάντα αναζητούσαν και αναζητούν κάποιο «απώτερο νόημα», κάποιο «κρυμμένο μυστικό», την «αλήθεια» που ενοποιεί όλες τις αναζητήσεις, την απάντηση που καλύπτει όλες τις ερωτήσεις. Οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν, όμως, αυτό που προκύπτει μέσα από τις επίπονες προσπάθειες της επιστημονικής μεθοδολογίας ή δεν ικανοποιούνται με αυτό, δεν αρέσκονται στο προφανές και απλούστερο, δεν γνωρίζουν τον κανόνα οικονομίας του Occam. υποπτεύονται. λόγω ελλιπούς παιδείας, πίσω από κάθε περίσκεψη και επιφυλακτικότητα που είναι υποχρεωμένος να δείχνει ο επιστήμονας, μια σκοπιμότητα, μια απόκρυψη, μια αδυναμία κι έτσι καταφεύγουν στις αυθαίρετες και εντυπωσιακές εξηγήσεις, στο υπερφυσικό, στα παραφυσικό, στο παράλογο. 


Οι άνθρωποι συμπληρώνουν συνηθέστατα το «κενό» που αφήνει μέσα τους η αμφισβήτηση των απατηλών και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων των θρησκειών για τα πάντα και το τίποτα, με οτιδήποτε απαλύνει τους δικούς τους φόβους και ενισχύει τις προσωπικές τους προσδοκίες. Όπως διατύπωσε ένας οξυδερκής διανοητής (G.K. Chesterton), όταν ένας άνθρωπος παύει να πιστεύει στον παραδοσιακό θεό, δεν σημαίνει ότι δεν πιστεύει σε τίποτα, συχνότατα πιστεύει σε οτιδήποτε!


Ο μαζικός αποπροσανατολισμός των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες τούς οδήγησε σε αναζητήσεις κάθε μορφής, οι οποίες αναζητήσεις πήραν με την πάροδο των δεκαετιών τη διάσταση κινημάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτά τα κινήματα όμως δεν εκπροσωπούσαν κατά κανόνα κάποιο συγκεκριμένο και εφικτό όραμα και γι' αυτό οδήγησαν σε πολλαπλές απογοητεύσεις:
  • Η θρησκευτική πίστη υπέστη βαρύτατα πλήγματα και γίνεται πλέον αποδεκτή στο σύνολο των δογμάτων της κάθε θρησκείας μόνο από μειοψηφίες, κυρίως από ανασφαλή άτομα, από ανθρώπους περιορισμένης παιδείας, από κατοίκους αγροτικών περιοχών και από υπερήλικες συμπολίτες.
  • Διάφορες πολιτικές ιδεολογίες αποδείχθηκαν ατελέσφορες, αφού δεν πέτυχαν να υλοποιήσουν πανάρχαια κοινωνικά οράματα ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης.
  • Τέλος, η τέχνη δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ελιτίστικη αυτοεκτίμηση των καλλιεργητών της ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσει και να δώσει ένα εναλλακτικό όραμα σε ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες.
Ως συνέπεια αυτών των προσωπικών αδυναμιών και απογοητεύσεων διευρύνεται η τάση προσφυγής στον εσωτερισμό, στον αποκρυφισμό, στις ψευδο-επιστημονικές παραδοξολογίες, στον αναχωρητισμό, στην αισθητική περισυλλογή, στο μηδενισμό και, όπως είδαμε στα προηγούμενα, στην τεχνοφοβία ή στην τεχνολαγνεία, αλλά μερικές φορές και στη θεοποίηση της ίδιας της επιστήμης. Όλες αυτές οι επιλογές και άλλες όμοιες, μπορεί να περιγραφούν ως νέες προσωπικές θρησκευτικές συνειδήσεις, χωρίς συσχετισμό με ιερά βιβλία, ναούς, ιερατεία και παρωχημένα δόγματα, αλλά με ευελιξία στόχων, ανάλογα με τις κατά καιρούς και τόπους ιδιομορφίες.


Αυτές οι διεργασίες θεωρούνται από ορισμένους διανοητές ως ευκαιρία για αναζήτηση νέων, εναλλακτικών δυνατοτήτων «σωτηρίας», ατομικής ή συλλογικής, όπως επαγγέλονταν παραδοσιακά οι θρησκείες. Κατά μία άποψη μάλιστα, η υιοθέτηση, πρωτίστως από ανασφαλείς ανθρώπους, της επιστήμης ως εναλλακτικής θρησκείας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στην πράξη, οδηγεί έτσι κι αλλιώς σε σταδιακή απεξάρτηση από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, εθίζει στην ορθολογική αντιμετώπιση των φαινομένων της φύσης και των προβλημάτων της ζωής και, τελικά, οδηγεί αργά ή γρήγορα στην αναζήτηση της προσωπικής «σωτηρίας» με την αποδέσμευση από παιδικές φοβίες και κοινωνικούς εξαναγκασμούς.


Ακόμα κι αν υπήρχε λόγος οποιασδήποτε σωτηρίας - άραγε σωτηρία από τί και προς τί; - η επιστήμη δεν έχει και δεν θα μπορούσε να εξαγγείλει ποτέ θεσμικά ότι αποσκοπεί σε κάποια προσωπική σωτηρία ή δικαίωση. Η επιστήμη:
  • Δεν δίνει τελικές εξηγήσεις αλλά λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, σύμφωνα με τις ανάγκες και το εκάστοτε επίπεδο γνώσεων, οι οποίες λύσεις θα καταγράφονται θετικά ή θα απορρίπτονται μόνο μετά την αξιολόγηση του αποτελέσματος.
  • Διδάσκει μίαν αλήθεια που είναι ανοικτή σε όλους, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε «χάρη», και η οποία αλήθεια στηρίζεται στη μελέτη, στη δοκιμή και στην επιβεβαιωτική επανάληψη.
  • Τα πορίσματα της επιστήμης είναι κάθε στιγμή υπό αμφισβήτηση και δεν αναγνωρίζονται δόγματα και αμετακίνητες αλήθειες. τα αξιώματα της Φυσικής (διατήρηση ενέργειας, ορμής, φορτίου και ισοτιμίας) δεν έχουν δογματική αλλά εμπειρική θεμελίωση και επιβεβαιώνονται σε κάθε μέτρηση.
  • Μόνο γενικεύσεις τεκμηριωμένων και αντικειμενικών εμπειριών μπορεί να διατυπώσει, με τις οποίες εξηγούνται και περιγράφονται όλα τα συναφή φαινόμενα και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την «εξ αποκαλύψεως», την εκ του μηδενός «αλήθεια» των θρησκειών.
  • Γνωρίζει ότι είναι καταδικασμένη σε μαρασμό και κοινωνική απόρριψη, τόσο στην περίπτωση που οι ερευνητές περιπέσουν στην αλαζονεία και την ανεξέλεγκτη πολυπραγμοσύνη που έδειξαν κατά καιρούς και δείχνουν συχνά ακόμα οι εκπρόσωποι των θρησκειών και άλλων κοινωνικών και κρατικών θεσμών, όσο και στην περίπτωση που αποκρύψει και αποσιωπήσει τα τεκμηριωμένα αποτελέσματα μελετών και συλλογισμών των ερευνητών.
Προσπάθειες για μια αλλαγή πορείας των θρησκειών

Το 17ο αιώνα παραξενεύονταν οι θεολόγοι, γιατί ελκύονται οι διανοούμενοι από τις επιστημονικές «επιτυχίες» και όχι από τις θρησκευτικές δοξασίες. Στο πέρασμα από την προεπιστημονική στη σύγχρονη εποχή έγραφε ο επιφανής 'Αγγλος θεολόγος και ιεροκήρυκας Thomas Manton (Μάντον, 1620-1677): «Όταν οι άνθρωποι της επιστήμης περιγράφουν τα ιδιόμορφα πειράματα και τις περίεργες ανακαλύψεις τους, τότε τους θεωρούμε αξιόπιστους και αποδεχόμαστε τις μαρτυρίες τους. Γιατί όμως δεν μας αντιμετωπίζουν ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι το ίδιο δίκαια και δεν πιστεύουν αυτά που τους λέμε; Έχουμε εξ ίσου υγιή λογική και είμαστε το ίδιο φιλαλήθεις. Γιατί δεν πιστεύουν όταν μαρτυράμε, τί προσέφερε ο Κύριος στις καρδιές μας; Γιατί αντιμετωπίζεται η πνευματική εμπειρία μας περισσότερο ως ποίηση σε σύγκριση με τις ανακαλύψεις στη Χημεία και τη Γεωγραφία;»


Το παράπονο του Μάντον δείχνει τον προβληματισμό που είχε αρχίσει να απλώνεται ήδη από το 17ο αιώνα, αλλά και την έλλειψη οξυδέρκειας των θρησκευόμενων διανοουμένων της εποχής: η θρησκευτική πίστη δεν είχε συμβάλει καθόλου στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και αυτό γινόταν αντιληπτό από τους (λίγους) μορφωμένους που είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν μία εποπτεία για τις ιστορικές εξελίξεις. Αν και ακόμα ήταν λίγες οι επιστημονικές ανακαλύψεις, οι επιστήμονες διέβλεπαν ότι με τη γνώση δίνονταν εξηγήσεις σε φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία το θρησκόληπτο παρελθόν της υποταγής και ομοιομορφίας δεν είχα καταφέρει να εξηγήσει.


Τον 21ο αιώνα συντηρείται η οπισθοδρομικότητα που καλλιεργούν οι ωφελούμενοι από αυτή μηχανισμοί και μόνο μερικοί, ελάχιστοι, χριστιανοί θεολόγοι αντιλαμβάνονται την εκδήλωση των πολλαπλών αντιφάσεων και τις πολύπλευρες και ανατροφοδοτούμενες συγκρούσεις. Αυτοί ακριβώς δημοσιοποιούν τον προβληματισμό τους για την αντίθεση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, ενάντια στην επιβαλλόμενη από τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς αποσιώπηση και ακινησία. Συγκεκριμένα, καταγγέλλουν ότι η χριστιανική θεολογική σκέψη έχει εγκλωβιστεί μέσα στο γνωστικό και εννοιολογικό σύμπαν εκείνων των εκκλησιαστικών ηγετών που έζησαν πριν από 15 και πλέον αιώνες και γι' αυτό δεν είναι πια σε θέση η θρησκεία και η εκκλησία να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα ερωτήματα και τις αμφιβολίες του σημερινού ανθρώπου, τη σύγχρονη κοινωνία και τη σύγχρονη γνώση.


Αντίστοιχα ισχύουν για τις υπόλοιπες «θρησκείες της ιστορικής αποκαλύψεως του θεού» και για τις θρησκείες του «αιωνίου νόμου του κόσμου». Η θεολογία είναι πια «ένας παρωχημένος, απολιθωμένος κόσμος των ξεπερασμένων γνώσεων και απόψεων που οι σύγχρονοι θεολόγοι δεν τολμούν καν να θίξουν, επικαλούμενοι την παράδοση» (Α. Μέσκος). Η πραγματικότητα αυτής της αντίθεσης θρησκείας-επιστήμης γίνεται ολοένα πιο σύνθετη και η πρόκληση, η οποία προκύπτει από αυτή την εμφανή αντίθεση, γιγαντώνεται και πολυπλέκεται με την πάροδο του χρόνου, πολύ πιο γρήγορα από ότι σε παρελθόντες αιώνες. Όλα τα μεγάλα προβλήματα της κοσμολογίας, της δημιουργίας και εξέλιξης της ζωής στη Γη, αλλά πιθανόν και σε άλλους πλανήτες, της ειρηνικής συμβίωσης των ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμικό επίπεδο κ.ά. απαιτούν νέους ορισμούς και νέες τοποθετήσεις για να είναι δυνατόν να διατυπωθεί μια σύγχρονη ηθική.


Σε άρθρο της αμερικάνικης εφημερίδας New York Times στις 28-2-2006 διατυπώνεται μια «έκκληση για ανακωχή στη μάχη μεταξύ θρησκείας και επιστήμης», αφού «επιστήμη και θρησκεία δεν ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο και, τουλάχιστον θεωρητικά, υπάρχει η δυνατότητα να συνυπάρξουν ειρηνικά και μάλιστα να συμπληρώνουν, αντί να αντιμάχονται η μία την άλλη». Οι διανοούμενοι που εκφράζουν τέτοιες απόψεις παραβλέπουν ότι κύριος λόγος ύπαρξης των θρησκειών στις αρχές του 21ου αιώνα είναι η διαχείριση και αύξηση του συσσωρευμένου πλούτου και της πολιτικής εξουσίας που ασκεί ο εκκλησιαστικός μηχανισμός, σε ανοικτή διαπλοκή με πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της κοινωνίας. Αν το αντικείμενο διαφωνίας ήταν πράγματι τα «πνευματικά ζητήματα», όπως τελείως απροσδιόριστα χαρακτηρίζεται η ενασχόληση με θρησκευτικά θέματα, θα προέκυπτε αργά ή γρήγορα σύγκλιση σε απόψεις, όπως π.χ.: «Η υπόθεση για την ύπαρξη ενός θεού, ο οποίος καθοδηγεί την οργανική εξέλιξη και παρεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων, βρίσκεται σε αντίφαση με τις διαπιστώσεις της Βιολογίας και των πορισμάτων από τη μελέτη του εγκεφάλου» (Edward O. Wilson: «Consilience, The Unity of Knowledge»).


Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων με συμβιβαστικές προθέσεις μεταξύ επιστήμης/τεχνολογίας και θρησκείας περιλαμβάνει επιστήμονες θετικών κατευθύνσεων και τεχνολόγους που έχουν οικογενειακή παράδοση ή προσωπική επιλογή θρησκευόμενου και οι οποίοι αδυνατούν, όπως είναι φυσικό, να συμβιβάσουν το καταρρέον σύστημα των θρησκευτικών ιδεοληψιών με την επιστημονική και τεχνολογική πραγματικότητα. Αυτή η κατηγορία διανοουμένων αναγνωρίζει κατ' ανάγκην την αντιπαλότητα μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, την τοποθετεί όμως σε παλαιότερες εποχές, με αναφορές στον Κοπέρνικο και στον Γαλιλαίο και επισημαίνει, ως νέο εύρημα, τη «φιλική» αντιμετώπιση της τεχνολογίας εκ μέρους των θρησκειών.


Εκτιμούμε ότι αυτή η αντίληψη αποτελεί μια διέξοδο αμηχανίας που εξυπηρετεί την ψυχολογική εξισορρόπηση του επιθυμητού με το πραγματικό και προσφέρει την ευκαιρία μιας προσωπικής δικαίωσης. Γεγονός είναι ότι ο εκκλησιαστικός μηχανισμός αναγκάζεται να αποδέχεται σταδιακά, έστω και καθυστερημένα, όλες τις προ πολλού καθιερωμένες θέσεις της επιστήμης, σχετικοποιώντας τις διαδεδομένες αντιλήψεις για τη σημασία των ιερών γραφών. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ιστορική αντίθεση του μηχανισμού στην επιστήμη και τους επιστήμονες, άλλοτε με αναθεματισμούς και εξωστρακισμούς και άλλοτε με περιορισμό της ελευθερίας και θανατική ποινή, ούτε έχει επηρεάσει την εκμεταλλευτική πρακτική του ιερατείου που εκδηλώνεται ενάντια στις υποδείξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, όπου και όποτε παρουσιαστεί ευκαιρία πλουτισμού, π.χ. με προκύνημα «θαυμάτων» σε εικόνες που δακρύζουν ή σε «άλιωτα» πτώματα κ.ά.


Όμως, ακόμα το έτος 2003 ακούγονται καταγγελτικοί λόγοι του τύπου: «... ο άνθρωπος, ιδιαίτερα κατά τον παρελθόντα αιώνα, αποστασιοποιήθηκε από τη φύση, την είδε ως αντίπαλο που θα έπρεπε να τιθασεύσει, ή ως υποζύγιο, το οποίο έχει το δικαίωμα να το εκμεταλλευθεί με οποιονδήποτε τρόπο τον εξυπηρετεί χωρίς να δίδει λογαριασμό σε κανένα...» (Αρχιεπ. Χριστόδουλος, Ιάσιο, 2003) - που δηλώνει πλήρη απουσία κατανόησης για τη βασική λειτουργία της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι οποίες αποβλέπουν στην αξιοποίηση και τον έλεγχο, στο βαθμό που αυτά είναι δυνατά, φυσικών νόμων και διεργασιών. Τί μπορεί να σημαίνει η ένσταση: «είδε (ο άνθρωπος) τη φύση ως αντίπαλο»; Δεν είναι αντίπαλος ο κεραυνός, οπότε πρέπει να διοχετευτεί η δράση του μακριά από ζωές και περιουσίες; Δεν είναι αντίπαλος ο ποταμός που ξεχειλίζει και απειλεί ζωές και περιουσίες; Δεν θα είναι αντίπαλος κάποιος μετεωρίτης που κατευθύνεται προς τη Γη και απειλεί εδώ τα έμβια όντα και τον ανθρώπινο πολιτισμό;


Ο χριστιανικός εκκλησιαστικός μηχανισμός δεν πρόλαβε να πάρει θέση κατά της τεχνολογίας, η οποία απαιτεί εξειδικευμένη παιδεία και δι' αυτής οδηγεί τους ανθρώπους στην αποδέσμευση από τις «παραδόσεις», από τα επιβληθέντα και όχι συμφωνημένα υπονοούμενα. Όπως ξέρουμε, η ανάπτυξη της τεχνολογίας ήταν κατά το 19ο και 20ο αιώνα τόσο απρόβλεπτη και ραγδαία, ώστε οι θρησκευτικές ηγεσίες να υπερφαλαγγιστούν από τις εξελίξεις και να βρεθούν στην οπισθοφυλακή, ως συντηρητές «πατερικών» αντιλήψεων των πρώτων μ.Χ. αιώνων. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έγιναν, βέβαια, πολλές προσπάθειες αναπροσαρμογής ώστε, με τις παλιές τεχνικές επιρροής και εξουσίας, να ανανεωθεί ο επικοινωνιακός λόγος της Εκκλησίας και να γίνει αυτή ελκυστική για τις νεότερες γενιές.


Μία από τις πρόσφατες προσπάθειες αναπροσαρμογής στα κεκτημένα της επιστήμης αποτελεί άρθρο της εφημερίδας του Βατικανού L' Osservatore Romano που αναδημοσιεύεται στους New York Times. Σ' αυτό καταφέρεται ο Fiorenzo Facchini (Φακίνι), καθηγητής εξελικτικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Mπολόνια, κατά της ψευδο-επιστήμης του «Δημιουργισμού» και κατά της νεότερης παραλλαγής της του λεγόμενου «Ευφυούς σχεδιασμού» (intelligent design): «Aν δεν θεωρείται επαρκής η θεωρία του Δαρβίνου, πρέπει να αναζητηθεί κάποια άλλη» και «δεν είναι μεθοδολογικά ορθό να αποκλίνει κανείς από την επιστήμη, ενώ υποκρίνεται ότι κάνει επιστήμη». Αυτό που τελικά ενδιαφέρει, μάλλον ως προσωρινά έσχατη γραμμή υποχώρησης, είναι: «όσο η επιστήμη δεν διατείνεται ότι μπορεί να δώσει απαντήσεις σε πνευματικά ερωτήματα, είναι όλα εντάξει» - κάτι το οποίο, φυσικά, ποτέ δεν επεδίωξε η επιστήμη. Έτσι, εγκαταλείπει η καθολική εκκλησία τους Δημιουργιστές, τους οποίους ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε απορρίψει και επιβιβάζεται δειλά στο όχημα της «εξέλιξης των ειδών»... Ο Δαρβίνος και μαζί του η επιστήμη «δικαιώνονται» από τους αντιπάλους που τον χλεύαζαν και τον αναθεμάτιζαν!


Όσον αφορά, τέλος, τη δήθεν «φιλικότητα» της χριστιανικής θρησκείας προς την τεχνολογία διαπιστώνεται, από τη μια πλευρά η εναντίωση από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό στις αρχές του 21ου αιώνα σε απλές τεχνικές, όπως αυτής του γραμμωτού κώδικα (bar code), ενός ηλεκτρονικού εργαλείου για την εύκολη ανάγνωση τυποποιημένων ετικετών, ο οποίος κώδικας κρύβει δήθεν πάμπολλα μυστικά για το «χάραγμα του Αντιχρίστου» των πιστών με ακτίνα λέιζερ (!), για τον αριθμό του θηρίου 666 και άλλες απίθανες ανοησίες και δαιμονολογίες θεοπλήκτων και, από την άλλη πλευρά, η εναγώνια προσπάθεια του ίδιου μηχανισμού να παρέμβει εποικοδομητικά στα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, μερικά από τα οποία προκαλούνται πράγματι από τις επιστημονικές εφαρμογές και την εξέλιξη της τεχνολογίας.


Η συμβολή κάθε πολίτη στην επίλυση των όποιων προβλημάτων είναι αναμφισβήτητα ελεύθερη, ίσως και επιβεβλημένη. Η προσπάθεια, όμως, να αντιμετωπιστούν τέτοια προβλήματα με παράθεση αποσπασμάτων από γραφές νομαδικών λαών της ερήμου ή με καταγγελτικές γενικότητες κατά του «εγωισμού» και του «υλισμού», μάλλον ως παρωχημένη γραφικότητα μπορεί να εκληφθεί. Η αντιμετώπιση με σύγχρονες επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις των επίκαιρων προβλημάτων (περιβάλλον, βιοηθική κ.ά.) των κοινωνιών προϋποθέτει, φυσικά, την πλήρη αποδοχή των μεθόδων και των πορισμάτων της επιστήμης και, μαζί τους, την αποδοχή όλων εκείνων των επιστημονικών απόψεων, τις οποίες ο εκκλησιαστικός μηχανισμός υποκριτικά απορρίπτει.

Το προβλεπτό μέλλον



Τελικά, αν είναι απαραίτητο και επιτρεπτό να διατυπώσουμε μία πρόβλεψη, με την επιβαλλόμενη γενικότητα, για τις μελλοντικές προοπτικές, προβάλλοντας στο μέλλον τις εξελίξεις των τελευταίων τεσσάρων αιώνων και διακρίνοντας σ' αυτό το θέμα μία τάση αυξητικής συνέχειας, είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε ότι η επιστήμη θα εμπλουτίζει και στο μέλλον, με την ατέρμονη εξέλιξή της, σταθερά το θησαυρό των κεκτημένων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, δημιουργώντας το γνωσιακό υπόβαθρο για ένα νέο διαφωτισμό και δυναμικό ανθρωπισμό, αλλά και ένα σύγχρονο κώδικα ηθικής που δεν θα στηρίζεται στις εμπειρίες των λαών της ερήμου, αλλά στη σύγχρονη γνώση για τη φύση και την κοινωνία και με κύριο στόχο την απαγκίστρωση του ανθρώπου σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από πάσης φύσεως δουλείες και εξαρτήσεις.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)